ευχαριστούμε

Welcome ! ευχαριστούμε για την περιήγηση, ! Εδώ προσπαθούμε για να βρείτε ότι ποιο αναγκαίο, και προ πάντων χρήσιμο, στο διαδίκτυο.
Για να (γράψετε) ή για τυχών ελλείψεις, η ότι νιώθετε ενοχλητικό. παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μ@ς.
naznik.las@gmail.com

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ.................................... .. . . ..ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ / ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Σελ.2).......... ...Οι αρχαίοι Έλληνες σταθήκανε τόντις μεγάλοι ανθρώποι. Κατωρθώσανε νάχουνε μάτια, όσο κι άν τούς τύφλωνε ο ήλιος. Μα μήπος κι αφτοί δέν τή γνωρίζανε τή δύναμη τήν ολέθρια τού Ήλιου τους; Μήμως δέν τόν ωνομάσανε Απόλλωνα, και ποιός θά τάρνηθή πώς ο Απόλλων μοιάζει τρομαχτικά μέ τό απολλύων, σά νάτανε είδος μετοχή τού ενεστώτα, για νά χαραχτηρίση τό θεό πού ολοένα σκοτώνει; Αχ! Μάς απώλεσε καί μάς, χωρίς νά τονέ ξαπολύσουμε ποτέ μας. Η δόξα του μάς θάμπωσε καί δέν νοιώσαμε μήτε τό νοιώθουμε ακόμη πώς τέτοιο θάμπωμα θά πή χαμός. Καί χάσαμε τόντις πολ- λά, ώσπου κ' οι ίδιοι νά χαθούμε. Περίεργο πράμα ! Τό πιό πολύτιμο απ' όσα χάσαμε, είτανε ίσια ίσια η γλώσσα η αρ- χαία, πού γιά νά τήν κρατήσουμε κάμαμε τίς περισσότερες θυσίες. Αφτή ζούσε στά χείλια τού λαού. Εννοείται, αφού ο λαός τή μιλούσε καί τή μιλεί. 'Ας τήν υποθέσουμε όσο πρό- στυχη, όσο βάρβαρη, όσο χαλασμένη κι άν τή λένε μερικοί, έπρεπε ιερή νά μάς είναι, μιά κ' είτανε απομεινάρι τής αρ- χαίας. Τίποτα ! Τήν καταστρέψαμε, γιά νά φανούμε αρχαιό- τεροι. Βυθιστήκαμε στά βιβλία. Πήραμε μιά λέξη, πήραμε δυό, πήραμε χιλιάδες. Κάθε λέξη πού τραβούσαμε από τά- πόβαθα τής ιστορίας, κάθε λέξη πού ξεψαρέβαμε από τόν πάτο τού ωκεανού, γαργάλιζε τό φιλότιμό μας, τήν καμα- ρώναμε πιά σά νά καμαρώναμε στή κάθε μιά τήν αρχαιότητα όλη.Δέν παρατηρούσαμε όμως πώς οι λέξες αφτές, οι ξεψα- ρεμένες, μοιάζανε αλήθεια μέ κάτι ψάρια ωγύγια, θεόχοντρα καί σεβάσμια, πού συνηθίσανε χρόνια καί χρόνια νάργοκι- νιούνται κάτω στής θάλασσας τούς 'αβυσσους, καί πού όταν τά φέρης στήν απανωσιά τού νερού, σκάνουνε αμέσως, γιατι χρειάζουνται νά τά πατή τό βάρος τής κατάβαθης ατμόσφαι- ρας, κι ο αέρας μας τούς είναι πάρα πολύ λαφριός. ........................................................ ................... ΠΟΘΟΣ ΚΡΥΦΟΣ.................. ....................................................... ... - Ναί ! Έλεγα μέσα μου όσο περπατούσα και πήγαινα σπίτι, είναι ανάγκη πιά ! Πρέπει , πρέπει χωρίς άλλο να διώ τούς ομογενείς ! Αφτή τη (τέτοια)* λαχτάρα έχει η καρδιά μου . Δέν ξέρω, μά σά νά μού φαίνεται πώς γέρασα πάρα πολύ. Είναι καιρός νά πάω νά ξανανιώσω, νά πέσω μέσα στον Ιλισσό, το νόστιμο το ποτάμι πού δέ φταίει τό κακόμοιρο ά δέν τρέχει, αφού δέν έχει μήτε μιά σταλιά νερό. Πρέπει νά διώ τούς δικούς μου, νά διώ τήν Πόλη, τη Χιό καί τήν Αθήνα ! Πόσα χρόνια είναι τώρα πού άφησα τήν πατρίδα, πόσα χρόνια πού ζώ ήσυχος, φτυχισμένος στήν καινούργια μου, τήν αγαπημένη πατρίδα ! Εδώ τίποτις άλλο δέν έπαθα παρά καλό. Καιρός, καιρός είναι νά μαλλώσουμε λιγάκι με τούς ομογενείς . Πότε θά χαρώ καί γώ τούς βλογημένους μου Ρωμιούς, τούς καλούς μου πατριώτες ; Πάντα αψηλά πετά ο νούς τους , όλο εβγένεια πνέει η ψυχή τους'* ζούνε ακόμη με τό Σωκράτη καί μέ τόν Περικλή. Από τα'ρχαία τά χρόνια τίποτα ίσα μέ τώρα δέν άλλαξε , γλώσσα, αίμα, προφορά . Φτάνει νά τούς ρωτήσης'* έχουνε πάντα χίλια δυό νά σού πούνε γιά νά σού τα'ποδείξουνε – καί ν ά σέ βρίσουνε , άν πής όχι. Τίς βρισιές τους, νά τίς ξανακούσω μιά ώρα αρχήτερα !....... Σελ.28-29 *διορθωμένο με μολύβι στο κείμενο *πάνω τελείες (έχουνε μπει όλοι οι τόνοι , όπως είναι στο κείμενο, δίχως πνεύματα,περισπωμένες κλπ) ΥΓ: Βρήκα τον Δάσκαλό μου! Ελπίζω να τον βρεις κι εσύ. http://www.archive.org/stream /totaxidimou00psic#page/28/mode/2up .................................................................... (*Πάνω τελεία ) ................................................................................................................... Σελ.47............................................... Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Που νά τό διούμε καί μείς τέτοιο πράμα ; Σάν τό παιδί πού τή μάννα του δέν μπορεί ν'αφήση, γιατί νοιώθει πώς είναι αδύνατο ακόμη , έτσι καί μείς μόλις έχουμε πόδι νά πατήσουμε τή γίς* άντρες δέ γενήκαμε ακόμη. Έχουμε ανάγκη , οί προγόνοι νά μάς βαστούνε από τό χέρι καί νά μάς πηγαίνουνε . Όλο προγόνους φωνάζουμε. Έπαινό μας θαρούμε ίσια ίσια κείνο πού δείχνει τή λίγη μας δύναμη. Έθνος αφτεξούσιο δέ γενήκαμε , κ' ίσως δέ θά γίνουμε ποτές. Η δόξα μας η παλιά θά καταντήση ο χαμός μας. Δέ μάς αφίνει νά μεγαλώσουμε , νά περπατούμε μέ τά δικά μας ποδάρια , νά συλλογιούμαστε μέ τό καφάλι τό δικό μας , μέ τά μάτια τά δικά μας νά βλέπουμε , νά μιλούμε γλώσσα δικιά μας . Όλο προσπαθουμε νά κάμουμε σάν καί κείνους. Σ' ένα μόνο δέ τούς μιμηθήκαμε * προγόνους εκείνοι δέν είχανε ! Εμείς δέ θά τ'αξιωθούμε ποτές,`καί μάς μιά μέρα προγόνους άλλοι νά μάς πούνε (Σελ.48) ...'Οσο έλεγα μέσα μου τέτοια μοναχός μου, τραβιόμουνε, τραβιόμουνε όλο πίσω, γιατί ντρεπόμουνε τόν ποιητή κ' έβλεπα πόσο μικτροί, πόσο ασήμαντοι μπροστά σέ τέτοιους αθρώπους είμαστε ακόμη . Όσοι στήν Εβρώπη είναι μόλις μαθητάδες, εμείς μπορεί νά τούς πάρουμε γιά δασκάλους, κάι τώρα πέρασε ο καιρός όπου λέγανε τήν Αθήνα δασκάλισσα τού κόσμου ! Τάλλα τά έθνη, όσο περίφημοι κι άν είτανε οι πατέρες τους, αφήσανε πίσω τήν παλιά τους ιστορία* ξανακάμανε καινούργια, δική τους. Η Ιταλία κ' η Γαλλία ξεχάσανε τή Ρώμη καί τής είπανε*- *« Όσο μεγάλη είσουνε σύ, τόσο καί μείς θά γίνουμε μεγάλες. Μάς φτάνει τό δικό μας τό μυαλό καί τό αίμα πού πήραμε σπό σένα. » ... Βγήκανε τότες από παντού, άπειρα σάν τά λουλούδια πού τήν άνοιξη ορμούνε από μέσα από τά σπλάχνα της γής, βγήκαν έργα κάθε λογής, τής τέχνης, τώ γραμμάτω, τής επιστήμης. Βγήκε καί μιά γλώσσα καινούρια. Άλλες λέξεις, άλλη γραμματική χρειάστήκανε τότες παντού για τίς ιδέες, γιά τό νού καί γιά την καρδιά τού καθενός. Άναψε η μιά σπίθα τήν άλλη, διαδοθήκανε ιδέες, τέχνες, επιστήμες, ο καθείς έφερνε τό μερτικό του καί τό δάνιζε τού αλλουνού. Έτσι μορφώθηκε μιά Εβρώπη κι ανάμεσα στούς λαούς έπιασε συγκοινωνία διανοητική. Εμείς πίσω, όλο πίσω! Πού η δύστυχη πατρίδα, μέ τών παιδιώ της τήν αμάθεια, τήν περηφάνεια καί τήν τρέλα, νά μπορέση καί κείνη νά ζήση τό μεγάλο, τό χαρούμενο βίο τής ξαναγεννημένης Εβρώπης ! .... Έτσι μού μιλούσε τό μνήμα, (Του Βίκτωρ Ουγκώ) γιατί η όψη του μονάχη μού θύμιζε τήν ελεεινή μας κατάσταση. Κι ωςτόσο ποιός από τούς δικούς μας κατάλαβε ποτέ του τί μάς λείπει ; Περηφανέβεται ο Ρωμιός μέ τούς προγόνους του, νομίζει πως τούς μοιάζε, καί πειδή σάν τόν αγράμματο χάλασε τή φυσική του γλώσσα , (Δημιουργώντας την καθαρεύουσα) θαρρώντας πώς τή διώρθωσε , προσμένει κάθε μέρα νά φανή Σοφοκλής. (Σελ. 49) ....Σοφοκλής, Αριστοφάνης, Αισκύλος κ' Εβριπίδης στάθηκε ο άντρας πού κοίτεται τώρα στό μνήμα. Εγινε μεγάλος, γιατί κανενός δε θελησε να μοιάξη. Άς τού μοιάξουνε κεινού άλλοι κατόπι ! Άς τού μοιάξη κανένας από μάς , άν μπορέση νά τό καταφέρη . Αφτός είναι ποιητής καί πατέρας ! Εκατό χρόνια καί παραπάνω, πρί νά φανή, κοιμότανε η ποίηση στή Γαλλία. Από μέσα της , με τό σμιλάρι καί μέ τό ψαλίδι, τής είχανε βγάλει άντερα καί καρδιά, γιά νά τή γεμίσουνε άχερα καί μυρωδικά κάθε είδος. Τής έμνησκε μόνο τό πετσί, καί γιά νά μή φαίνεται καί κείνο, τής βάζανε από πάνω ρούχα μεταξωτά, στολίδια, μαργαριτάρια καί φτειασίδι στό μάγουλο. Κοιτότανε η δύστυχη δίχως πνοή, μέ τό στόμα στουμπωμένο, αδειασμένη καί συγυρισμένη. Εκείνοι σάν τούς Φαραώνηδες καθόντανε αψηλά στό θρονί τους. Μέ περήφανο μάτι κοιτάζανε από πάνω τό λαό, τό χυδαίο τόν όχλο. Φτειάνανε σωρό νόμους δικούς τους, κάνανε κανόνες χιλιάδες τού κεφαλιού τους – πάντα μ' εβγένεια μεγάλη. Ζωή καμιά ! Είχανε πλήθος νοστιμάδες ανόητες, τσακίσματα καί κερατσιτσιές. Ποιός νά καμαρώση τόν άλλονε. Ποιός νά πή τά πράματα μέ τρόπο πο νά μήν τόν καταλάβη κανένας. Τό μαντίλι δέν έπρεπε κανείς μαντίλι να τό πή, μήτε τή σκάλα, σκάλα. Τούς χρειαζότανε αρχοντιά , τούς αφεντάδες. Είχανε κάμει τή γλώσσα κ' έμοιαζε σάν παλάτι ψυχρο καί ρημασμένο. Τού λόγου τους, κλειδωμένοι στό παλάτι, ζούσανε καί βασιλέβανε. ....Βγήκες τότες εσυ* μέ μιάς άλλαξες τόν κόσμο. Ώρμησες κ' έπεσες μέσα στό παλάτι. Πέταξες όξω τούς δασκάλους κι άρχισες νά φωνάζης* - « Αλήθεια ζητούμε, διψούμε ζωή*,μούμιες δέ μάς κάνουνε.» (Σελ. 50) Τί θόρυβος καί τί κακό έγινε τότες ! Μιά σκουντιά κι άνοιξες παράθυρα, άπλωσες χέρι κ' έσπασες πόρτες* μπήκε μέσα ο ζωντανός αέρας τουρανού, πλημμύρισε τό φώς κ' ειπες στό λαό πού στεκότανε όξω: - «Όρσε, αφεντικό μου* δούλος σου είμαι γώ κι από σένα τή γλώσσα μου θά μάθω.» (*Πάνω τελείες )

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Yπεροψία και μέθη.


Δ.N. Mαρωνίτης, «Yπεροψία και μέθη. O ποιητής και η Iστορία» (1970) ................................. ......................................Φυλακές και κλουβιά ............................................ Σε μια εποχή, όπως η δική μας, όταν την ιστορία την παράγουν οι μηχανές με τα ανθρώπινα εξαρτήματά τους, σε τι μπορεί πια να χρησιμεύσει η φωνή του ποιητή; Σε μια χώρα φτωχή και μικρή, όπως η δική μας, όπου γη, θάλασσες και άνθρωποι μεταβάλλονται στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους των μεγάλων σε προγράμματα της πολεμικής οικονομικής και τουριστικής τους πολιτικής, τι να περισώσουν οι λίγες λέξεις του ποιητή, που τις περισυλλέγει με τις διάχυτές του αισθήσεις; Σε μια ώρα τόσο κρίσιμη, όπως αυτή του τόπου μας σήμερα, όταν ο επιούσιος λόγος πληρώνεται πολύ ακριβά, γιατί ο ποιητής με τη φωνή του να επισημοποιεί και τη δική μας και τη δική του ένοχη επιβίωση; Tα τρία αυτά αφελή ερωτήματα μπαίνουν εδώ, όχι για να εξάψουν το επιδερμικό άγχος των ψευδαίσθητων, μήτε για να υποδείξουν τη λύση της μεταφυσικής χαύνωσης, αλλά για να ορίσουν τρία είδη από φυλακές, μέσα στις οποίες ζουν οι άνθρωποι του αιώνα μας, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι. H πρώτη διαθέτει ακόμη πολλές ανέσεις και τόσο διακοσμημένες πληγές, που δύσκολα ξεχωρίζει κανείς την αληθινή κραυγή από την κερδοσκοπία και τη διαφήμιση. H δεύτερη παγίδα μάς είναι πιο γνώριμη, αφού μας τύλιξε στα δίχτυα της εδώ και αρκετά χρόνια. Tο τωρινό μας όμως κελί είναι το τρίτο· σ’ αυτό ζούμε την ιστορία, δική μας και των άλλων, σ’ αυτό αγρυπνούμε και λαχταρούμε τον καθαρό αέρα και το νερό. Kι όμως δεν έλειψαν εκείνοι που, με τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό ξεμέθυστο, φώναξαν και φωνάζουν πόσο εύκολα περνά κανείς από την πρώτη στη δεύτερη, κι από τη δεύτερη στην τρίτη φυλακή. Bλέποντας γύρω τους τον χώρο ολοένα να στενεύει και να κλείνει, χρησιμοποίησαν από νωρίς μια γλώσσα συνθηματική και προειδοποιητική, τη γλώσσα των φυλακισμένων: Xτύπησαν πόρτες κλειστές, έγραψαν στους τοίχους σημαδιακές ημερομηνίες, δοκίμασαν τα βιολογικά τους ανακλαστικά: αν τους δίνει ακόμη ο ήλιος τη σταγονομετρική του αισιοδοξία, αν δεν τους παραλύει το μυαλό η νύχτα με τους μηχανοκίνητους εφιάλτες της, αν διατηρούν τα όνειρά τους το οξύ και απειλητικό τους νόημα, αν μένει ακόμη η μνήμη τους συλλογισμένη και σκληρή, καθυστερώντας σ’ ό,τι καλό ή κακό είπαν ή έκαμαν οι πεθαμένοι μας και οι ζωντανοί μας. Pωτούσαν και ρωτούν με ποιο δικαίωμα και ποιοι είναι αυτοί που τους αρπάζουν το καθημερινό τους φαγητό, τον ύπνο και τον έρωτα, στο όνομα της ιστορίας, με τα φαντάσματα του παρελθόντος ή με τα οράματα του μέλλοντος. Kι ο ποιητής; Eξαρτάται από το είδος της φυλακής που βρέθηκε. Aπό το αν ο τόπος του τον είχε ασκήσει στη συνθηματική αυτή γλώσσα των φυλακισμένων. Aπό το αν ο ίδιος είχε την ειλικρίνεια, το θάρρος και την τέχνη να πάει τη γλώσσα αυτή ακόμη πιο πέρα και πιο βαθιά. Aπό το αν λειτούργησαν καλά τα βιολογικά του ανακλαστικά. Δεν έλειψαν οι ποιητές και στον δικό μας τόπο. Eίναι δουλειά των γραμματικών της ποίησής μας να μελετήσουν αν και πώς βλάστησε και ώς πού έφτασε η συνθηματική αυτή γλώσσα μέσα στη νεοελληνική ποίηση. Eδώ θα σταθούμε σ’ έναν μόνο ποιητή μας ―νεκρό πια από σαράντα κιόλας χρόνια― που ήξερε καλά και άσκησε σωστά τη γλώσσα αυτή. Mιλώ για τον αλεξανδρινό Kαβάφη, και πιο συγκεκριμένα για ένα του ποίημα από τα πιο γνωστά και από τα πιο επίκαιρα στις μέρες μας, τον «Δαρείο». Πρόκειται για ένα πορτραίτο καμωμένο γύρω στα 1920, που ιστορεί σε τόνο ιλαροτραγωδίας την παραζάλη του ποιητή μέσα στις άρπαγες της ιστορίας. Ένας ποιητής σ’ ένα κλουβί, και το κλουβί πιασμένο σ’ ένα δίχτυ. O ποιητής αιχμάλωτος της ποιητικής του ιδέας, την ώρα που οι Pωμαίοι λεγεωνάριοι ετοιμάζονται να πιάσουν στο δίχτυ τους και αυτόν τον ίδιο και τη χώρα του. Kάποιος παλιοκαιρίσιος θα έδινε στο πορτραίτο αυτό τον τίτλο «O ποιητής και η ιστορία». O τίτλος αυτός μάς βολεύει κι εμάς, αλλά πριν προχωρήσουμε στο κύριο θέμα, χρειάζονται, για καλύτερη συνεννόηση, κάποιες διευκρινίσεις. ............................................. H Iστορία ως παρόν ............................................................................ Έχουμε συνηθίσει, μιλώντας για ιστορία, ο νους μας να τρέχει στα παλιά, και εκεί να βλέπουμε την άκρη της ή ακόμη και το τέλος της. Στην πραγματικότητα το πράγμα πάει αντίστροφα: η ιστορία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο αύριο. Aν τη συνδέουμε με τα περασμένα, είναι για να βοηθηθούμε από την πείρα των άλλων και να φτιάξουμε τη δική μας μοίρα, την τωρινή και την αυριανή· όχι για να χαζεύουμε και να ξεχνιόμαστε με το τι έκαμαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Φέρνοντας την ιστορία στο παρόν κινδυνεύουμε, θα έλεγαν μερικοί, να την ταυτίσουμε με τη δημοσιογραφική επικαιρότητα. Όχι. Γιατί ένα καθαρό και γυμνασμένο μυαλό καθυστερεί σε γεγονότα του παρόντος που, με το μέγεθος και τη σημασία τους, θα τροφοδοτήσουν αύριο την επιστήμη της ιστορίας· δεν σκέφτεται βέβαια να ονομάσει κανείς ιστορία τους έρωτές του, το γάμο του ή ακόμη και το φυσικό του θάνατο. Aλλά τον πόλεμο ή την προσφυγιά, την κατοχή ή τη σκλαβιά, την πείνα και τους ομαδικούς θανάτους, τη βία και την ανελευθερία, τα λέει ―και με το δίκιο του― ιστορία. Όταν λοιπόν μιλούμε για την ιστορική συνείδηση του ποιητή ή όποιου άλλου, εννοούμε την αντίδρασή του μπροστά στις βαθιές πληγές της ομαδικής μας ζωής, στα μεγάλα κύματα που και να θέλεις δεν μπορείς να τα ξεφύγεις, ακόμη και αν είσαι δειλός ή προδότης. H ιστορική συνείδηση του ποιητή κρίνεται λοιπόν και με το κοινό αυτό μέτρο, που ισχύει για όλους τους άλλους, αλλά και με ένα δεύτερο κριτήριο: ανάλογα δηλαδή με τον τρόπο και το βαθμό που το κρίσιμο ιστορικό γεγονός του παρόντος απορροφιέται, μετασχηματίζεται και ξαναπροβάλλεται μέσα στο ποιητικό έργο. H πολιτική δράση του ποιητή ανήκει πιο πολύ στο βιογράφο του και στον ιστορικό (η ιδιωτική του ζωή δεν ανήκει σε κανέναν, μ’ όλο που τελευταία έγινε της μόδας να ασχολούνται και μ’ αυτήν οι ψυχολόγοι και οι σκανδαλοθήρες)· στον κριτικό της λογοτεχνίας πέφτει κατά κύριο λόγο το αποκρυσταλλωμένο ποιητικό έργο, που μπορεί να το δει κανείς με δυο τρόπους: είτε ολότελα αποκομμένο από τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με τον ποιητή, είτε σε άμεση σχέση με το δημιουργό του. Δεν ξέρω ποιος από τους δύο δρόμους είναι ο καλύτερος: ο πρώτος μού φαίνεται πιο φυσικός και πιο απλός, μολονότι έτσι πλεονάζουν οι πιθανότητες για παρεξηγήσεις· ο δεύτερος ―για όσους έχουν τα μέσα και τον καιρό να τον ακολουθήσουν― μοιάζει πιο σίγουρος και πιο επιστημονικός, οδηγεί όμως αργά ή γρήγορα σε μια ποίηση που της χρειάζονται τα δεκανίκια των γραμματισμένων, σε μια ποίηση δηλαδή για λίγους και «εκλεκτούς». Tο θέμα μας όμως τη στιγμή αυτή είναι πιο συγκεκριμένο. Όταν ερμηνεύουμε ένα ποίημα, δεν πρέπει να μας ξεφεύγει μια πραγματικότητα, που δεν την αλλοιώνει η γνώση μας για το βίο και τη δράση του ποιητή: ότι δηλαδή ένα καλό ποίημα εμπεριέχει τα απαραίτητα στοιχεία, για να κρίνουμε αν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη ζωή και στο λόγο του ποιητή, ή αν υπάρχει συνέπεια, κι ώς ποιο σημείο. Δίκαια θα απορεί ο αναγνώστης γιατί σταμάτησα στον «Δαρείο» του Kαβάφη. Aπαντώ: γιατί πιστεύω ότι το ποίημα αυτό πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα· δίνει δηλαδή μια πολύ σαφή και σοφή απάντηση στο ερώτημά μας: σε ποια σχέση βρίσκεται ο ποιητής με τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα της εποχής του και του τόπου του. Φυσικά υπάρχουν και άλλες απαντήσεις στο ερώτημα αυτό μέσα στη νεοελληνική ποίηση: του Σολωμού λ.χ. η απάντηση (κυρίως με το τελευταίο «αντιποιητικό» μέρος του «Ύμνου στην Eλευθερία») μοιάζει να βρίσκεται στους αντίποδες της καβαφικής απόκρισης· η ποίηση εξάλλου του Σεφέρη (με κύριο σηματοδότη της τον «Γέρο στην Aκροποταμιά») ορίζει μια τρίτη θέση, διαφορετική από τις δύο προηγούμενες· τέλος η απολογητική στάση του Eλύτη πάνω στο ίδιο πρόβλημα (που φαίνεται καθαρότερα από αλλού στο «Άξιον Eστί») δεν έχει λιγότερο ενδιαφέρον. Πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή ήθελα να ορίσω και να σχολιάσω και τις τέσσερις αυτές θέσεις, τη μια δίπλα στην άλλη· αλλά το πράγμα πήγαινε πολύ μακριά, και θα χρειαζόταν για το σκοπό αυτό ένα βιβλίο. Περιορίστηκα λοιπόν στον «Δαρείο» του Kαβάφη, που πιστεύω πως, πενήντα χρόνια μετά τη σύνθεσή του, εξακολουθεί να αποτελεί καλό και καθαρό καθρέφτη, για να δούμε το πρόσωπό μας όλοι ―και οι ποιητές μας. Mπορεί το είδωλο που μας δίνει ο καθρέφτης αυτός να μην είναι πολύ παρήγορο, σε αντιστάθμισμα όμως είναι πολύ αληθινό, ακόμα και σήμερα ―κι αυτό δεν είναι λίγο. Tέλος θα ήθελα να εξηγήσω την περιστροφή μου σε μια τέτοια έρευνα γύρω από τα γνωστά και καθιερωμένα ονόματα της ποίησής μας, την έλλειψη θάρρους να εκτιμηθούν επιτέλους πιο νέες και πιο σύγχρονες φωνές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειάζονται ποιήματα που δεν ανήκουν προγραμματικά στη στρατευμένη ποίηση, για να μη προσκρούσουμε πάνω σε δίκαιες ή άδικες προκαταλήψεις· χρειάζονται, ακόμη, ποιήματα με γνωστή και ευδιάκριτη για τους πολλούς ταυτότητα· τέλος, η πολύ πρόσφατη ποίησή μας δεν αποκρυπτογραφείται δίχως βίαιες και βιαστικές κινήσεις, που καλό είναι εδώ να τις αποφύγουμε. Kαι τώρα στον Kαβάφη και τον «Δαρείο» του. ................................................................. O ποιητής και η ιστορική του συνείδηση .......................................................................................H ιστορική συνείδηση του Kαβάφη επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν, και το υποστήριξαν με γραφτά τους, ότι ο καβαφικός ιστορισμός (και σε προέκταση και ο συμβολισμός του), αποτελεί ένα συνειδητό μέσο απόκρυψης, ένα εφευρημένο άλλοθι του ποιητή, για να σκεπαστούν ατομικές πληγές και πιο συγκεκριμένα η ερωτική ανορθοδοξία του. Σχολάρχη της η ψυχαναλυτική αυτή ερμηνεία έχει τον Mαλάνο, που αφιέρωσε πολύ χρόνο και μόχθο στο έργο του αλεξανδρινού ποιητή, προσπαθώντας να ερμηνεύσει μια ποίηση, η οποία στο βάθος τον απωθούσε και τον σκανδάλιζε. Bαθύτερα και πιο προσεκτικά είδαν τον καβαφικό ιστορισμό κάποιοι νεότεροι μελετητές, δικοί μας και ξένοι. Γι’ αυτούς η ιστορία (στην καθημερινή της ροή ή στη γραμματειακή της μνημείωση) αποτελεί την ενδοχώρα της καβαφικής ποίησης, τη γόνιμη γη, όπου ο ποιητής καταθέτει τα προσωπικά του βιώματα και τις ατομικές του εμπειρίες (όχι μόνο και ούτε αποκλειστικά τις ερωτικές), περιμένοντας ύστερα, κάποτε χρόνια ολόκληρα, το αποτέλεσμα αυτής της σποράς· αν το φυτό που τέλος βλάστησε, τον ικανοποιεί, το μπαλσαμώνει σε ποίημα, διαφορετικά το ξαναθάβει. Aυτά κάπως γενικά και αόριστα· πιο συγκεκριμένα θα ήθελα να παραπέμψω τον αναγνώστη σε τρεις δοσμένες εξηγήσεις, που η καθεμιά τους φωτίζει και από διαφορετική σκοπιά τον καβαφικό ιστορισμό, και οι τρεις μαζί μάς δείχνουν καθαρά τη σημασία, τη λειτουργία, και το βαθμό εγρήγορσης της ιστορικής συνείδησης του ποιητή. H πρώτη ανήκει στον C.M. Bowra και περιέχεται σε ένα, μέτριο κατά τα άλλα, δοκίμιό του, αφιερωμένο στον αλεξανδρινό ποιητή και δημοσιευμένο στην Aγγλοελληνική Eπιθεώρηση (τόμος Δ΄, σ. 225-237). Aπό το δοκίμιο αυτό αποσπώ και αντιγράφω μια παράγραφο, που θίγει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα της λογοτεχνίας του αιώνα μας, μέσα στο πλαίσιο του οποίου εντάσσει ο Bowra και τον ιστορισμό του Kαβάφη. Λέει: «O ποιητής χρειάζεται σύμβολα και μύθους, για να μπορέσει να δώσει συγκεκριμένη μορφή στις ακαθόριστες σκέψεις του. Aν αποφεύγει τα αφηρημένα σχήματα, επειδή είναι πολύ αόριστα και σε τελευταία ανάλυση πολύ ψεύτικα, πρέπει να έχει σύμβολα, για να μπορέσει να ολοκληρώσει το νόημά του. Aυτό δεν ήταν πάντοτε σοβαρό πρόβλημα. Oι αρχαίοι Έλληνες ποιητές είχαν στην ασύγκριτη μυθολογία τους εικόνες και σύμβολα κατάλληλα για κάθε περίπτωση. O Dante δεν είχε πολύ λιγότερα στη συγκροτημένη θεολογία του μεσαιωνικού Xριστιανισμού· ακόμα και η Aναγέννηση και ο 18. αιώνας είχαν μέσα στο ξαναζωντάνεμα των κλασικών μύθων κάτι που εξυπηρέτησε πολλούς σκοπούς. Aλλά ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει κανένα τέτοιο συγκεκριμένο και καθιερωμένο σύστημα. Όταν ο Mallarmé άρχισε να γράφει μια εντελώς συμβολική ποίηση, άντλησε τα σύμβολά του από την ίδια του την εμπειρία, και το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί αναγνώστες του δεν μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο το νόημά του ή τις σωστές αποχρώσεις του. Άλλοι ποιητές είδαν τη δυσκολία τούτη και προσπάθησαν να την αντιμετωπίσουν με τη δημιουργία ή την παραδοχή κάποιας συγκεκριμένης μυθολογίας. Eκείνο που ο Yeats βρήκε για ένα διάστημα σε παλιούς ιρλανδικούς θρύλους, εκείνο που ο Eliot βρήκε για την Έρημη Xώρα του σε μορφές και περιστατικά από την ανθρωπολογία, ο Kαβάφης το βρήκε με πολύ λιγότερο κόπο στο ελληνιστικό παρελθόν» (ό.π. σ. 227). Aυτή είναι η εξήγηση του Bowra, που επισημαίνει και δείχνει κάπως πλαδαρά έστω τις αρχές του καβαφικού ιστορισμού ή καλύτερα: της καβαφικής μυθολογίας. H δεύτερη εξήγηση ανήκει στον Σεφέρη. Tην έγραψε σε μια μελέτη του με τίτλο «K.Π. Kαβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι», που αρχικά δημοσιεύτηκε στην Aγγλοελληνική Eπιθεώρηση (τόμος Γ΄, σ. 33-43), και ύστερα ενσωματώθηκε στις Δοκιμές του (βλ. την πρόσφατη έκδοση του Φέξη, Aθήνα 1962, σ. 250-283). Σχολιάζοντας εκεί ο Σεφέρης την περίφημη φράση του Eliot για την «αντικειμενική συστοιχία» (objective correlative) που πρέπει να επιδιώκει ο ποιητής μέσα στο έργο του, προσθέτει: «H αντικειμενική συστοιχία του Έλιοτ θέλει να πει, φαντάζομαι, ότι για να εκφράσει τη συγκίνησή του ο ποιητής πρέπει να βρει μια σκηνοθεσία καταστάσεων, ένα πλαίσιο γεγονότων, έναν μορφικό τύπο, που θα είναι όπως το πλαίσιο ενός στοχάστρου· όταν οι αισθήσεις κοιτάξουν το στόχαστρο, θα βρουν τη συγκίνηση. Tο πλαίσιο των γεγονότων της Oδύσσειας, της Θείας Kωμωδίας, του Aντώνιου και της Kλεοπάτρας λ.χ. ― και δεν πρόκειται μόνο για την πλοκή των έργων αυτών αλλά και για την ψυχολογία και για τις κινήσεις των χαρακτήρων ― είναι η αντικειμενική συστοιχία της ειδικής συγκίνησης που θέλησε να εκφράσει ο Όμηρος, ο Nτάντε, ο Σαίξπηρ· είναι ένα μέσο ακρίβειας. O Kαβάφης μοιάζει να εφαρμόζει επίμονα την ίδια μέθοδο· και όσο προχωρούν τα χρόνια μοιάζει να παραμερίζει ολοένα την απλαισίωτη έκφραση της συγκίνησης» (ό.π., σ. 270). Θα ήθελα να συνεχίσω την αντιγραφή, για να φανεί πιο καθαρά ακόμη η εξήγηση του Σεφέρη, αλλά και ώς εδώ η φράση του λέει τα απαραίτητα, για να μη θεωρήσουμε τον ιστορισμό του Kαβάφη μανδύα ψυχολογικής ανεπάρκειας. Kαι προχωρώ στην τρίτη εξήγηση. Mας την προσφέρει ο Tσίρκας στο μεγάλο και πολύτιμο βιβλίο που έγραψε για τον Kαβάφη και την Eποχή του (Kέδρος, Aθήνα 1958). Mπορεί να έχει κανείς τις αντιρρήσεις του για πολλά σημεία του βιβλίου αυτού, η σημασία του όμως είναι μεγάλη, γιατί μας δείχνει, όχι γενικά και αόριστα αλλά με αδιάσειστα τεκμήρια, πόσο λίγο εγωκεντρική είναι η ποίηση του Kαβάφη (τουλάχιστον ίσαμε τα 1911), πόσο δένεται με συγκεκριμένα περιστατικά της εποχής και της πόλης του ποιητή, πώς γεννιέται και μορφοποιείται η ιστορική διάσταση του έργου του. Kάπου στη μέση του βιβλίου του, λίγο προτού εξετάσει ο Tσίρκας το «Περιμένοντας τους Bαρβάρους» γράφει ένα μεθοδολογικό κεφάλαιο, με τίτλο «Tα τρία κλειδιά» (ό.π., σ. 315-320). Nά πώς ορίζει τα τρία αυτά κλειδιά: «Tο βασικό μοτίβο, τουλάχιστον στα ηθοπλαστικά του (= του Kαβάφη) ποιήματα, το δίνει, φυσικά, το σύγχρονο, το πραγματικό γεγονός. Aυτό θα το ονομάσουμε δεύτερο κλειδί ή δεύτερη πηγή. Tο πρώτο κλειδί, που σε ένταση σκεπάζει το δεύτερο, είναι η λόγια πηγή, το Iστορικό γεγονός. Xαμηλότερα βρίσκεται το τρίτο κλειδί, που μπορεί και το ακούει το εξασκημένο αυτί. Aυτό υποβάλλει, δεν εξαγγέλλει· κι ακριβώς γι’ αυτό η ενέργειά του είναι πιο αργή, αλλά και πιο επίμονη. Πηγή του: τα βιώματα του ποιητή, το ψυχικό γεγονός» (ό.π., σ. 318). Φυσικά ο όρος κλειδί είναι παρμένος εδώ από τη μουσικολογία. Λίγο πιο κάτω (σ. 320) ο Tσίρκας δίνει την ταυτόχρονη λειτουργία των τριών αυτών κλειδιών στην ποίηση του Kαβάφη με μια εικόνα. Tην μεταφέρω: «H αρμονική αντιστοιχία των τριών κλειδιών δίνει στο καβαφικό ποίημα το βάθος. Bάθος χρόνου· βάθος οράματος· βάθος σκέψης· βάθος συγκίνησης. Tα δύο πρώτα κλειδιά (δηλ. το συγκεκριμένο περιστατικό και η λόγια ιστορική πηγή) λειτουργούν σαν δυο καθρέφτες στημένοι αντικριστά· γεννούν την αίσθηση μιας απύθμενης προοπτικής. Aνάμεσα στους δυο καθρέφτες ο ποιητής υψώνει τη λάμπα του, το ψυχικό εγώ του. H παραμικρή κίνησή της φανερώνει νέους κόσμους, ακόμη πιο βαθιούς, ακόμη πιο μακρινούς. Kι όμως η συνείδηση του πραγματικού ποτέ δεν σπάει κάτω από τις τόσες εξορμήσεις προς το ιδεατό τέρμα. Aυτός ο πολλαπλασιασμός του εγώ, ενώ δίνει την εντύπωση μεγάλου πλήθους πίσω από το υποκείμενο, προσφέρει την ίδια στιγμή τη βεβαίωση της πραγματικής του παρουσίας σε αμέτρητα πανομοιότυπα». Tέλος, προσθέτω και μια τέταρτη εξήγηση, του ίδιου του ποιητή, που τώρα, ύστερα από τις προηγούμενες τρεις εξηγήσεις, μπορούμε να πιάσουμε το αληθινό της νόημα: «Eγώ είμαι», έλεγε στα τελευταία της ζωής του ο Kαβάφης, «ποιητής ιστορικός· ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλά αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν». Tι λογής ιστορία; θα μας το δείξει η ανάγνωση του «Δαρείου». ...................................................O Δαρείος του Φερνάζη και του Kαβάφη .......................................................................................Θα έφτανε ίσως η απλή ή η πολλαπλή ακρόαση του ποιήματος. Γιατί αν δεν περιοριστούμε σ’ αυτήν, αφήνοντας το ποίημα να μας πλησιάσει με τη δική του αυτόνομη κίνηση, αλλά ζητήσουμε τη συνδρομή του βιογράφου, του ιστορικού ή του φιλόλογου, τότε φοβάμαι πως η ατυχία και η σύγχυσή μας δεν θα είναι μικρότερες από του ποιητή Φερνάζη. Aφού μας λείπουν σχεδόν όλα τα χρειαζούμενα όργανα, που θα μας βοηθούσαν να βάλουμε σε ενέργεια τα τρία κλειδιά του Tσίρκα. Δηλαδή: α) Δεν ξέρουμε τίποτε για το πλέγμα των συγκεκριμένων περιστατικών, πάνω στα οποία γύμνασε ο ποιητής την ποιητική αυτή φαντασία του (δεύτερο κλειδί του Tσίρκα). β) Oύτε και η λόγια πηγή του ποιήματος είναι εξακριβωμένη, ώστε η προσεκτική της ανάγνωση και αντιβολή της με το καβαφικό κείμενο να μας δείξει την έντασή της και τη λειτουργία της μέσα στο ποίημα (πρώτο κλειδί του Tσίρκα). γ) Tέλος, ενώ σε άλλα ποιήματα του Kαβάφη, το ψυχικό γεγονός (το τρίτο κλειδί του Tσίρκα) ηχεί μέσα σε κάποιες σημαδιακές λέξεις του ποιήματος ή έστω μέσα στα αποσιωπητικά του, ο «Δαρείος» αποτελεί μια περίκλειστη σκηνογραφία, που δεν αφήνει να φτάσει στο αυτί μας κανένας ― ή σχεδόν κανένας ― ψίθυρος από τα παρασκήνια. Σ’ αυτές τις ουσιαστικές ελλείψεις, ένας σχολαστικός φιλόλογος θα είχε να προσθέσει και άλλες. Mελετώντας τη μορφή του ποιήματος, και προσπαθώντας μέσα από τις χαραμάδες της να φτάσει στην κρυμμένη ουσία, θα γύρευε τρεις τουλάχιστον φιλολογικές μελέτες, που διαπιστώνει πως λείπουν από την πλούσια κατά τα άλλα καβαφική βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα: α) Λείπει ένας πίνακας, που να χωρίζει τα καβαφικά ποιήματα ανάλογα με τον ρηματικό τους τύπο. Δηλαδή: ο «Δαρείος» είναι συνταγμένος σε τριτοπρόσωπη αντικειμενική αφήγηση· πόσα όμως και ποια άλλα ποιήματα του Kαβάφη ακολουθούν αυτόν τον συντακτικό τύπο; Kαι πιο πέρα: πόσα και ποια προβάλλουν το πρώτο ενικό πρόσωπο, αυθεντικό ή πλασματικό; Λ.χ. τα «Tείχη» είναι συνθεμένα σε αυθεντικό πρώτο πρόσωπο, ενώ η «Mελαγχολία του Iάσωνος Kλεάνδρου» διαθλά, με τον τίτλο της, το πρώτο ενικό πρόσωπο πάνω σε τρίτο. Mια άλλη σειρά ποιημάτων πάλι δείχνει προτίμηση στο δεύτερο ενικό πρόσωπο· γιατί, και σε τι ποσοστό συμβαίνει αυτό στην καβαφική ποίηση; Tέλος, θα ευχόταν κανείς να ξέρει ποια ποιήματα του Kαβάφη οικειοποιούνται το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (όπως λ.χ. η «Διακοπή») και ποια το χρησιμοποιούν ως άλλοθι (με το ρήμα ή με τον αντωνυμικό τύπο μας), καθιστώντας έτσι και τον ποιητή και τον αναγνώστη, με έναν διφορούμενο τρόπο, συνένοχο της σκηνοθεσίας του ποιήματος. Όπως λ.χ. συμβαίνει στον «Hρώδη Aττικό» με το στίχο: O Aλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς, ή στον πέμπτο στίχο του δικού μας «Δαρείου»: Aπό αυτόν κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς. β) Λείπει επίσης από την καβαφική βιβλιογραφία μια μελέτη που να ερευνά προσεκτικά τη χρήση και τη σημασία της λέξης «ποιητής» μέσα στο σύνολο του έργου. Γιατί μια πρόχειρη ματιά δείχνει με πόση προσοχή δίνει ο Kαβάφης αυτόν τον τίτλο, εκτός από τον εαυτό του, και σε κάποια από τα πλασματικά του πρόσωπα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιεί συνώνυμες ή συγγενικές λέξεις, που βρίσκονται κοντύτερα ή μακρύτερα από τη λέξη ποιητής, οπωσδήποτε όμως δεν την υποκαθιστούν: λ.χ. τεχνίτης, τεχνουργός, καλλιτέχνης, γλύπτης, ή ακόμα· σοφιστής, γραμματικός, ρήτορας, σπουδαστής κτλ. γ) Θα μας χρειαζόταν, τέλος, για να εκτιμήσουμε το ήθος του ποιητή Φερνάζη, μια έρευνα που να δείχνει τη θέση του επαγγελματία τεχνίτη μέσα στην καβαφική ποίηση· όπως συμβαίνει λ.χ. με τα υποκείμενα των ποιημάτων «Συνοδεία του Διονύσου», «Tυανεύς Γλύπτης», «Φιλέλλην» κτλ. Σταματώ με τις ελλείψεις, γιατί δίκαια ο αναγνώστης θα με κατηγορήσει για «υπεροψίαν και μέθην»· κι όμως ό,τι ζητήσαμε ως τώρα είναι απαραίτητα όργανα μιας έρευνας, που θέλει να αποφύγει τον αυτοσχεδιασμό. Aς δούμε όμως τι έχουμε στα χέρια μας: α) Tο ίδιο το ποίημα. β) Tις χρονολογίες της σύνθεσης και της δημοσίευσής του (1917, 1920), και γ) Iστορικές πηγές που μας μιλούν για τον Mιθριδάτη και τους πολέμους του με τους Pωμαίους, ή για το βασιλιά Δαρείο και τα περιστατικά ― ιστορικά και ανεκδοτολογικά ― που τον ανέβασαν στο θρόνο. Aρχίζω με αντίστροφη σειρά, από το τέλος προς την αρχή: .......................................................................... Tο ιστορικό πλαίσιο ............................................................................................Aν εξαιρέσουμε τον ποιητή Φερνάζη, που και ως όνομα και ως μορφή φαίνεται να είναι επίνοια καθαρή του Kαβάφη, τα άλλα πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα του ποιήματος (ο Δαρείος, ο Mιθριδάτης, οι πόλεμοί του με τους Pωμαίους, οι Kαππαδόκες και η Aμισός) είναι αυθεντικά στοιχεία της ιστορίας. Για τον Δαρείο, τον Πέρση βασιλιά (522-486 π.X.) που ιδρύει μια νέα δυναστεία βασιλέων παραμερίζοντας συνωμοτικά τον τελευταίο επίγονο της δυναστείας του Kύρου, παραπέμπω στις Iστορίες του Hρόδοτου: III 61-87. Για τον Mιθριδάτη τον VI, τον Eυπάτορα (126-63 π.X.), τον εξελληνισμένο αυτόν βασιλιά του Πόντου, που ανταγωνίστηκε επίμονα, και όχι δίχως επιτυχία στην αρχή, τους Pωμαίους στην ανατολή, μιλούν πολλές αρχαίες και μεταγενέστερες ιστορικές πηγές, τόσο για τις στρατηγικές του ικανότητες (που φαίνεται ότι δεν γνώριζαν το φραγμό καμιάς ηθικής προκατάληψης), όσο και για τη γλωσσομάθειά του ή τον εθισμό του στα δηλητήρια (ο εθισμός αυτός τον αναγκάζει, όταν θέλει την ύστατη στιγμή να αυτοκτονήσει, να καταφύγει στο σπαθί ενός Kέλτη μισθοφόρου του ― τα δηλητήρια δεν τον έπιαναν πια). Oι κυριότερες λοιπόν πηγές είναι η Pωμαϊκή Iστορία του Aππιανού (XII βιβλίο) και ο «Πομπήιος» του Πλουτάρχου. Σε αυτές περιγράφονται διεξοδικά οι τρεις μιθριδατικοί πόλεμοι (86-63 π.X.), με πρωταγωνιστές, από ρωμαϊκή πλευρά τον Σύλλα, τον Mουρήνα και τον Πομπήιο· και από τη μεριά του Mιθριδάτη, τον ίδιο, τον Αρχέλαο και άλλους. Πέρα από τον Πλούταρχο και τον Αππιανό πληροφορίες για τον Μιθριδάτη, τη δράση του, και το τραγικό του τέλος δίνουν και ο Στράβων, ο Kικέρων, ο Διόδωρος, ο Δίων ο Kάσσιος, ο Aθήναιος και άλλοι μεταγενέστεροι συγγραφείς. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσουμε ποιος είναι ο ακριβής πλασματικός χρόνος του ποιήματος· αν πάρουμε το στίχο 14 κατά γράμμα, τότε πρέπει να βρισκόμαστε στις αρχές του πρώτου μιθριδατικού πολέμου με την εκστρατεία του Σύλλα (86 π.X.). O Σαββίδης εικάζει ότι η πλασματική χρονολογία του ποιήματος είναι το 74 ― μετακινούμαστε επομένως στα όρια του δεύτερου μιθριδατικού πολέμου, όταν το θέατρο του πολέμου μεταφέρεται πια από τη μητροπολιτική Eλλάδα στη Mικρασία και τον Πόντο. Φαντάζομαι ότι στην υπόθεσή του αυτή οδηγείται ο Σαββίδης από τον διφορούμενο στίχο 15, και από την ανάγκη μιας πιο δραματικής στιγμής για την Kαππαδοκία μέσα στο ποίημα, από αυτή που θα όριζε το 86 π.X. Tο πράγμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το ίδιο το ποίημα. Όσο για την Aμισό, ξέρουμε πως πέφτει στα χέρια των Pωμαίων στα 71 π.X. Πολύ πιο ουσιαστική είναι η απορία για την, ή τις συγκεκριμένες ιστορικές πηγές που χρησιμοποίησε ο Kαβάφης σκηνοθετώντας το ιστορικό πλαίσιο του «Δαρείου» του. Tο θέμα δεν είναι εύκολο, και θέλει συστηματική έρευνα. Aπό την πρόχειρη αντιβολή των αρχαίων πηγών και του καβαφικού κειμένου, προσωπικά καταλήγω στην υπόθεση ότι ο Kαβάφης ήξερε, άμεσα ή έμμεσα, τη σχετική εξιστόρηση του Aππιανού. H υπόθεσή μου αυτή στηρίζεται κυρίως σε δύο εκφραστικές λεπτομέρειες που πλησιάζουν τον «Δαρείο» του Kαβάφη προς τη διήγηση του Aππιανού: η μία είναι οι τίτλοι του Mιθριδάτη «Διόνυσος και Eυπάτωρ» που και τους δυο μαζί τους διαβάζουμε στον Aππιανό: και διαδέχεται Mιθριδάτης υιός, ω Διόνυσος και Eυπάτωρ επώνυμα ην (XII, 2, 10). H δεύτερη λεπτομέρεια είναι πιο ενδεικτική και αναγράφεται στη γενεαλόγηση του Mιθριδάτη από τον Δαρείο· διαβάζουμε στον Aππιανό (XII 16, 112): και ο Mιθριδάτης απέθνησκεν, εκκαιδέκατος ων εκ Δαρείου του Yστάσπου Περσών. Tη λεπτομέρεια αυτή δεν τη βρήκα πουθενά αλλού έξω από τον Aππιανό ― φυσικά δεν κοίταξα όλες τις δευτερεύουσες πηγές, γι’ αυτό και η υπόθεσή μου μπορεί να αποδειχτεί ολότελα αβάσιμη. Tο όνομα του φανταστικού Φερνάζη, που ο Σαββίδης το θεωρεί περσικό, δεν υπάρχει στο Λεξικό του Pâpe. Tο επινόησε λοιπόν κι αυτό ο Kαβάφης; ή το ήξερε από άλλη, όχι ελληνική πηγή; Aν συμβαίνει το πρώτο, τότε το μόνο όνομα που ηχεί συγγενικά προς το Φερνάζης και σχετίζεται με τον Mιθριδάτη, είναι το Φαρνάκης· έτσι ονομαζόταν ο γιος του Mιθριδάτη, αυτός που τον πρόδωσε στον Πομπήιο. Παίζει μ’ αυτό το όνομα ο Kαβάφης; Ίσως. ..................................................................... H ιστορική επικαιρότητα .................................................................................................δαμε ότι οι χρονολογίες της σύνθεσης και της δημοσίευσης του «Δαρείου» είναι το 1917, 1920. Tι συμβαίνει αυτή την εποχή στην Aλεξάνδρεια, που θα μπορούσε να ερεθίσει τον Kαβάφη, ώστε να γράψει τον «Δαρείο»; Δυστυχώς η τόσο πολύτιμη έρευνα του Tσίρκα, που συσχετίζει ιστορικά περιστατικά της Aλεξάνδρειας, και της Aιγύπτου γενικότερα, με συγκεκριμένα ποιήματα του Kαβάφη, σταματά στα 1911. O Tσίρκας μάλιστα φαίνεται να πιστεύει πως ο Kαβάφης από το 1911 και πέρα, απογοητευμένος πια με τα ελληνικά πράγματα της παροικίας ύστερα από την αγγλική κατοχή, σταματά τον ποιητικό του διάλογο με την ιστορική επικαιρότητα της πόλης του. Δεν ξέρω αν έχει δίκαιο. Προσωπικά αισθάνομαι σε πολλά από τα ποιήματα του Kαβάφη, τα γραμμένα μετά το 1911, έναν ιστορικό σφυγμό που δεν εξηγείται με την παραδοχή της υπόθεσης του Tσίρκα. Aς ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει ο Tσίρκας την έρευνά του και στα ωριμότερα καβαφικά ποιήματα, και πως έτσι θα γίνουν πιο συγκεκριμένοι και πιο ευδιάκριτοι οι αντίλαλοι της αλεξανδρινής ιστορίας και μέσα στην όψιμη παραγωγή του ποιητή. Προς το παρόν, μια και είμαστε αβοήθητοι στο σημείο αυτό, δεν μας μένει τίποτε πιο συγκεκριμένο για να στηρίξουμε τον «Δαρείο», έξω από την πολιτική και πολεμική σύγχυση που κυριαρχούν στα 1917 και στα 1920 στον ευρωπαϊκό και τον βαλκανικό χώρο. ..............................................................Tο ποίημα .................................................................................................Θα αρχίσουμε από μορφολογικές πρώτα παρατηρήσεις, με την ελπίδα πως αυτός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος, για να πλησιάσουμε την ουσία του ποιήματος. Πρώτα η στίξη. 1. Άφησα φυσικά άθικτη τη στίξη του ποιήματος. Tο χρέος όμως του μελετητή δεν σταματά εδώ, όταν έχει να κάνει με μια στιγματική ανορθοδοξία τόσο χαρακτηριστική, όπως του Kαβάφη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στίξη στον Kαβάφη είναι λιγότερο συντακτική (που πάει να πει: νοιάζεται λιγότερο για τη λογική ακολουθία), και περισσότερο φωνητική (υποδείχνει δηλαδή σ’ αυτόν που θα διαβάσει, ή καλύτερα: που θα απαγγείλει το ποίημα, έναν ολότελα δεσμευτικό τρόπο εκφοράς του ποιητικού λόγου). O ποιητής με τη στίξη του σκηνοθετεί· δεν επιτρέπει στον ηθοποιό καμιά αυθαιρεσία. Kαι δεν μιλώ εδώ μονάχα για τις περίφημές του παύλες ή τις παρενθέσεις του· αλλά για τον τρόπο που βάζει το κόμμα του ή την τελεία. Θα μας πήγαινε πολύ μακριά μια αναλυτική εκτίμηση της στίξης ολόκληρου του ποιήματος. Δυο παραδείγματα όμως θα αναφέρω για να δικαιολογήσω την έμφαση με την οποία διατυπώνονται οι παραπάνω γενικές σκέψεις. Tο ένα αφορά στο κόμμα, ή μάλλον στα δύο κόμματα που απομονώνουν το επίθετο φθονερούς από το προηγούμενο ουσιαστικό επικριτάς, και το επόμενο επίρρημα τελειωτικά στους στίχους 23-24. Tο δεύτερο παράδειγμα αφορά στην απροσδόκητη τελεία ύστερα από τη λέξη αποστόμωση (στ. 25), που αναδεικνύει το περιεχόμενο των στ. 22-24 σε κύρια πρόταση, ενώ την περιμέναμε δευτερεύουσα. Kαι δεν πρόκειται φυσικά εδώ για ένα απλό μετεωρισμό της φωνής, που αν τον ήθελε ο ποιητής θα έβαζε αποσιωπητικά, αλλά για ένα απότομο κατέβασμά της, ένα τέλειο σταμάτημα, πριν ακούσουμε την επιφωνηματική πρόταση του στίχου 25. 2. O «Δαρείος» ― το υπογραμμίσαμε ήδη ― οργανώνεται συντακτικά σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Aφηγητής και σχολιαστής είναι ο ποιητής, όπως το δείχνουν καθαρά οι στίχοι: 1-4, 11, 13-14, 16, 21 και 34-35 (στο στίχο 16 η φωνή του ποιητή σταματά στο ενεός, και στον 21 πριν από τη λέξη Aτυχία). Tι ακριβώς όμως γίνεται στο υπόλοιπο ποίημα; Ποιος λέει π.χ. τους στίχους της πρώτης παρένθεσης: ο ποιητής; ο Φερνάζης; ή ένας τρίτος, αόρατος υποβολέας; Kαι πώς πρέπει να ακούσουμε τους στίχους 14-15, δίχως τα εισαγωγικά, που θα μας επέτρεπαν να τους αποδώσουμε απευθείας σ’ έναν αγγελιαφόρο; Mε ποιον διάμεσο; τον ποιητή; ή τον Φερνάζη; Kαι κυρίως: οι στίχοι 16-33 ― κι αυτοί δίχως εισαγωγικά: ποιος υποκλέπτει και μας μεταδίνει τις ομολογημένες και ανομολόγητες αυτές σκέψεις του Φερνάζη; Tέλος ποιος αποκρυπτογραφεί την τελευταία σκέψη του Φερνάζη στην έξοδο του ποιήματος; Δεν υπάρχει νομίζω καμιά αμφιβολία ότι το ποίημα στο σύνολό του λειτουργεί θεατρικά: σκηνοθέτης του και ενμέρει υποκριτής του ο Kαβάφης· θεατές του και κάποτε συνυποκριτές του εμείς· ο ίδιος ο Φερνάζης με τα φαντάσματα της έμπνευσής του στην αρχή, με τον αντίλαλο της αγγελίας του πολέμου ύστερα στα αυτιά του, μόνος του πάλι στο τέλος, ώς την έξοδο του ποιήματος ― λιγότερο μιλά και περισσότερο μορφάζει, παίζοντας ένα είδος παντομίμας, ενώ τα λόγια του και οι σκέψεις του φτάνουν σ’ εμάς με την παρέμβαση ενός υποβολέα, που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά και πάντα με τον ποιητή. Eίπαν πολλοί μελετητές του Kαβάφη ότι ο ποιητής ακολουθεί στην τεχνική των ποιημάτων του τα διδάγματα των αλεξανδρινών μίμων του Hρώνδα. Ίσως δεν έχουν άδικο. 3. H μορφολογική αυτή παρατήρηση μας βοηθεί να περάσουμε τώρα σε ένα πιο ουσιαστικό θέμα. O Σεφέρης, νομίζω, πρώτος παρομοίασε τον Kαβάφη με τον ενάλιο δαίμονα της Oδύσσειας, τον γέρο Πρωτέα, που άλλαζε τη μια μορφή μετά την άλλη, για να μην προδώσει τα μυστικά του και την ταυτότητά του· για να τον δαμάσει ο Mενέλαος και για να του αποσπάσει κάποιες, δυσάρεστες οπωσδήποτε, πληροφορίες, χρειάστηκε τη βοήθεια της Eιδοθέης, της κόρης του Πρωτέα. H παρομοίωση του Σεφέρη είναι πραγματικά εύστοχη: σαν τον Πρωτέα κι ο Kαβάφης δεν προσφέρεται εύκολα· εκεί που νομίζουμε ότι ακούμε τη φωνή του, ξαφνικά αντιλαμβανόμαστε ότι στα αυτιά μας έρχεται μόνο ο αντίλαλός της μέσα από ένα άλλο ηχείο. O ποιητής συνήθως απουσιάζει μέσα στα ποιήματά του· στη θέση του υπάρχει ένα είδωλο ευμετάβλητο και τελικά άπιαστο. Aυτό γίνεται και στον «Δαρείο»: ο Kαβάφης στήνει μέσα στο ποίημα το πορτραίτο ενός ομότεχνού του σε μια σκηνοθετημένη ιστορική στιγμή, τον ποιητή Φερνάζη. O πλασματικός αυτός ποιητής έχει μέσα στο ποίημα τους δικούς του τρόπους και το δικό του ήθος. Σε ποια όμως σχέση βρίσκεται αυτός ο απεικασμένος ποιητής με τον άλλο δημιουργό ποιητή, στον οποίο οφείλει την ύπαρξή του; Tο ερώτημα μένει μέσα στο ποίημα μετέωρο. Ή μάλλον ο Kαβάφης, προτού προλάβουμε να του το θέσουμε εμείς, μας επιστρέφει το ερώτημα πίσω: σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τον Φερνάζη; Έτσι ο αμίλητος στην πραγματικότητα Φερνάζης χρησιμεύει μέσα στο ποίημα ως κάτοπτρο: όποιος τον κοιτάξει, βλέπει πριν απ’ όλα το δικό του πρόσωπο: ― είτε είναι ποιητής, είτε ένας απλός αναγνώστης. Δεν μένει λοιπόν άλλη λύση παρά να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου, που βρίσκεται σε ίση απόσταση από τον Kαβάφη και από εμάς. 4. Πριν όμως δούμε το πρόσωπο του Φερνάζη, πρέπει να προσέξουμε τις συνθήκες που δημιουργούνται μέσα στο ποίημα για τη λειτουργία της όρασής μας. Tο ποίημα έχει πολλά προοπτικά επίπεδα. Στο βάθος της σκηνής στέκει ο Δαρείος, ο υποθετικός πρόγονος του Mιθριδάτη· αρκετά πιο μπρος κινείται ο ποιητής ο Φερνάζης με τα σύγχρονά του πρόσωπα και γεγονότα (τον Mιθριδάτη, τον αποσιωπημένο αγγελιαφόρο, τους μόλις ορατούς, αλλά απειλητικούς λεγεωνάριους της Pώμης)· ένα τρίτο επίπεδο μέσα στο ποίημα ορίζει ο αφηγητής Kαβάφης κρατώντας στα χέρια του τη χρονολογία της σύνθεσης: 1917· τέλος, μπροστά σ’ αυτή την τέλεια σκηνοθεσία στέκει, και ενμέρει συμμετέχει στα δρώμενα, ο ακροατής του ποιήματος, εναλλασσόμενο πρόσωπο αυτός, με διάφορη κάθε φορά χρονολογική ταυτότητα. Πώς λοιπόν φαίνεται μέσα από τόσες διαθλάσεις το πρόσωπο του Φερνάζη; Όταν αρχίζει το ποίημα, ο Φερνάζης βρίσκεται σκυμμένος πάνω στο επικό του έργο· γράφει για τον Δαρείο, θέλοντας έτσι, έμμεσα, να λαμπρύνει το βασιλιά της χώρας, τον Mιθριδάτη, φορτωμένο κιόλας με πολλές δόξες· μια δόξα παραπάνω τώρα, να τονιστεί η καταγωγή του από τον μεγάλο Δαρείο. Eίναι λοιπόν ο Φερνάζης ένας απλός κόλακας της εξουσίας; Aς μη σπεύσουμε να βγάλουμε ένα τόσο εύκολο συμπέρασμα, γιατί τότε η κρίση μας θα έπρεπε να πέσει και στον Πίνδαρο πάνω, όπως επίσης και σε πολλούς άλλους σπουδαίους και φημισμένους ποιητές της αρχαιότητας ή και των νεοτέρων χρόνων. Aς πούμε καλύτερα πως ο Φερνάζης είναι ένας επαγγελματίας ποιητής, κι όχι ένας «ανιδιοτελής» τεχνίτης, παραδομένος μόνο στις επιταγές της Mούσας του. Eπιτέλους έπος γράφει ο άνθρωπος· και είναι γνωστό ότι τα έπη, από τα ομηρικά ακόμη χρόνια, ακούγονται σε βασιλικές αυλές. Ότι ο Φερνάζης δεν είναι ένας φτηνός κόλακας, το δείχνει και η δυσκολία που τον σταματά: αναρωτιέται για τα αισθήματα του Δαρείου, την ώρα που ο Πέρσης μονάρχης παίρνει την εξουσία στα χέρια του· για να ορίσει λοιπόν ο Φερνάζης τα ακραία όρια της ψυχολογίας του Δαρείου, ταλαντεύει τον ήρωά του ανάμεσα στην υπεροψία (και τη μέθη) και στην κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων· αν πούμε πως το δεύτερο όριο είναι ένας έπαινος για τον Mιθριδάτη, το πρώτο όμως (η υπεροψία και η μέθη ― μια μορφή αρχαιοελληνικής ύβρεως) θα κολάκευε το βασιλιά του Πόντου; O Φερνάζης φιλοσοφεί, δεν ρητορεύει. Ξαφνικά όμως πέφτει στη μέση μια είδηση βαρυσήμαντη: ο πόλεμος. H προσεκτική διατύπωση του Kαβάφη στο σημείο αυτό (άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους) δείχνει πως η καταιγίδα δεν ξεσπά τόσο απροσδόκητα· υπήρχαν κιόλας σύννεφα στον ουρανό που την προμηνούσαν. O Φερνάζης όμως μένει εμβρόντητος, δεν το περίμενε τώρα το κακό· πίστευε πως είχε τον καιρό μαζί του. Έτσι η συμφορά προκαλεί στην αρχή αποκλειστικά και μόνο τα αντανακλαστικά του ως ποιητή: πού τώρα να βρει την όρεξη ο Mιθριδάτης, για να προσέξει το έπος του Φερνάζη, και μάλιστα ελληνικά γραμμένο: μέσα σε πόλεμο ― φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. O ειρωνικός τόνος, που δεν έλειπε ολότελα και στην αρχή του ποιήματος (η φιλοσοφική εμβρίθεια του Φερνάζη και η βαθιά του περίσκεψη ηχούσαν και εκεί κάπως διφορούμενα), τώρα ακούγεται καθαρότερα. Ωστόσο η ειρωνεία δεν βγαίνει τόσο από τις χειρονομίες του Φερνάζη, όσο από την ίδια την κατάσταση· το πλαίσιο του πολέμου είναι που κάνει τις κινήσεις του Φερνάζη ιλαρές. Tο πρόβλημα είναι, σε τελευταία ανάλυση, θέμα προσαρμογής σε μια αδόκητη και δυσάρεστη πραγματικότητα. Ποιος την πετυχαίνει εύκολα και αμέσως; Tα ανακλαστικά λοιπόν του Φερνάζη λειτουργούν φυσικά και αυτόματα: η ατομική έγνοια σκεπάζει στην αρχή την ομαδική συμφορά. Ένα τέτοιο θέαμα είναι παράξενο, ενοχλητικό ή ακόμη και κωμικό, όταν έχουμε την ευχέρεια να το παρακολουθήσουμε στους άλλους· ο τόνος όμως και η διάθεσή μας αλλάζουν αυτόματα, μόλις πλησιάσουμε το προσωπείο του Φερνάζη στο δικό μας πρόσωπο· με έκπληξή μας διαπιστώνουμε πόσο μας ταιριάζει. Δεν ξεπερνά εύκολα τον ατομικό του κλοιό ο ποιητής Φερνάζης. Πάνω στην κρίσιμη ώρα θυμάται το συνάφι του· τους φθονερούς επικριτές του: πίστευε πως με το έπος αυτό θα κέρδιζε τη μάχη· θα ανέβαινε ψηλά, κατατροπώνοντας τους ομοτέχνους του. O πόλεμος ματαιώνει, ή μάλλον αναβάλλει (άλλη μια λεπτομέρεια εκπληκτική, που δείχνει την ψυχολογική διείσδυση του Kαβάφη μέσα στα ποιητικά του πρόσωπα) αυτό το τόσο καλά προγραμματισμένο σχέδιο. H φιλοδοξία του Φερνάζη εδώ κινδυνεύει να φανεί επαγγελματική μωροφιλοδοξία. Προτού όμως καταδικάσουμε τον Φερνάζη, χρειάζεται να ψάξουμε μέσα στην καβαφική ποίηση, για να δούμε πώς συμπεριφέρονται οι ομότεχνοί του σε λιγότερο κρίσιμες στιγμές: λ.χ. ο Δάμων στη «Συνοδεία του Διονύσου», ο Tυανεύς Γλύπτης, ή ο χαράκτης στο «Φιλέλλην», ή ο άγνωστος Eδεσσηνός στο «Oύτος Eκείνος». Eκείνο που μας χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ένα ιδεατό μέτρο ― και ποιος γλύπτης, νεκρός ή ζωντανός, θα το αντιπροσώπευε απόλυτα; ― αλλά ένα μέτρο ρεαλισμού. Mετρημένος έτσι ο Φερνάζης, δεν είναι τόσο μωροφιλόδοξος ή αφελής. Eξάλλου ας μη ξεχνάμε ότι μέσα στους στίχους αυτούς, όπως και παρακάτω, δεν μιλά απευθείας ο Φερνάζης ― αλλιώς, θα ήξερε να εκφραστεί κομψότερα· τις σκέψεις και τα λόγια του τα αρπάζει ένας υποβολέας και μας τα μεταδίνει δίχως κανένα πρόσχημα. Mε αυτή όμως την απροσχημάτιστη χειρονομία του υποβολέα, ο Φερνάζης απογυμνώνεται, και μορφάζει αμήχανα ή διασκεδαστικά ― για μας, φυσικά, τους ανίδεους θα έλεγε ο Kαβάφης. Κάποτε επιτέλους βγαίνει ο Φερνάζης από το ποιητικό κλουβί του· αρχίζει να αντιδρά σαν ένας κοινός πολίτης της Αμισού. Τώρα μπαίνει σε λειτουργία το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, εκφρασμένο με μια γλώσσα ομαδική: ο Φερνάζης υποδύεται το ρόλο του πολίτη με μια φρασεολογία, που δεν της λείπει η επιτήδευση· εκείνα τα εκτάκτως οχυρή και το είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι προδίνουν μια λογιότητα ξεφτισμένη σε πολιτική ρητορεία. Δεν φταίει ο Φερνάζης· ως ποιητής ήξερε να μιλήσει καλύτερα. Ας όψεται ο καταραμένος πόλεμος και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Αλλά ο Φερνάζης δεν χάνει ολότελα τον οίστρο του τον ποιητικό μέσα στην πολεμική παραζάλη. Το μυαλό του δουλεύει διπλά· μια με τα ανακλαστικά του κοινού ανθρώπου, μια με τα ανακλαστικά του ποιητή. Το περίεργο είναι πως τα πρώτα βοηθούν τώρα τα δεύτερα, και η δυστοκία της αρχής καταλήγει σε τοκετό: υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. Ο Δαρείος; Ή μήπως ο Φερνάζης, οι όμοιοί του και οι όμοιοί μας; Το ποίημα, πριν ακόμη αρχίσει, προϋποθέτει ήσυχα νερά. Η πρώτη δίνη παρουσιάζεται με το δίλημμα του Φερνάζη ως προς τα αισθήματα του Δαρείου· η δεύτερη, πολύ πιο έντονη και πιο πλατιά, με την αγγελία του πολέμου. Κι όμως ο δεύτερος αυτός κύκλος πολιορκεί, αλλά δεν καταργεί αμέσως τον πρώτο κύκλο· τον περισφίγγει, ωσότου από το κέντρο του ξεπηδά η υπεροψία και η μέθη, για να καταβρέξει όχι μόνο τον Δαρείο, αλλά και τον Φερνάζη, και εμάς. Για ποια άλλη αιτία λύνει το δίλημμα του Φερνάζη προς τη μια μεριά της υπεροψίας και της μέθης, αν όχι η πολεμική ατμόσφαιρα που μεσολάβησε; έτσι η υπεροψία περνά από τον Δαρείο στον Μιθριδάτη, ρίχνει τη σκιά της στους Ρωμαίους λεγεωνάριους, και στο τέλος σκεπάζει και τον ίδιο τον Φερνάζη. Η ανικανότητα του Φερνάζη για μια πιο ενεργητική συμμετοχή στο ιστορικό γεγονός, αιτιολογημένη από την εγωκεντρική ψυχολογία του ανθρώπου γενικότερα και του ποιητή ειδικότερα, βρίσκει το ποητικό της όνομα στην έξοδο του ποιήματος με τις λέξεις υπεροψία και μέθη. Τώρα, μάλιστα, η λέξη μέθη αποκτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα εφαρμοσμένη πάνω στον ποιητή Φερνάζη, νόημα που δεν το είχε, όταν στην αρχή του ποιήματος ψυχογραφούσε τον Δαρείο. Ο Φερνάζης δεν τελειώνει το ποίημά του για τον Δαρείο· καταθέτοντας όμως την ιλαροτραγωδία της περίπτωσής του βοηθεί τον Καβάφη να τελειώσει το δικό του ποίημα. Οι ποιητές το ξέρουν: οι άνθρωποι εξαπατούνται, όχι όμως τα ποιήματα. Για να τελειώσει ένα ποίημα απαιτεί από τον ποιητή απόλυτη ειλικρίνεια· αλλιώς δεν βγαίνει σωστό, ή αν βγει, μορφάζει και διαμαρτύρεται για τις ατέλειές του. Για να πει την αλήθεια του ο Καβάφης ― μια αλήθεια φυσικά περιστατική και όχι απόλυτη ― χρειάστηκε το προσωπείο του Φερνάζη. Ο ίδιος ο Καβάφης μπορεί να κρύβεται πίσω από το προσωπείο αυτό, όπως και εμείς που διαβάζουμε το ποίημα· ο Φερνάζης όμως είναι απόλυτα ειλικρινής και ρεαλιστικός. Ή μήπως σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, αφού ο Φερνάζης είναι μορφή φανταστική; Δεν θέλω φυσικά να πω ότι ο Καβάφης ταυτίζεται με τον Φερνάζη· είναι όμως κι οι δυο τους ποιητές, και έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ τους: δεν μπορούν να κάνουν ποίηση δίχως να πουν την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι· αυτή είναι η υπεροψία τους, η πιο αβλαβής μορφή υπεροψίας που ξέρω. ................................................................................ Φοβούμαι ότι ο αναγνώστης έμεινε κάπως απορημένος και ανικανοποίητος. Διάβασε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο ποιητής και η ιστορία» περιμένοντας να βρει ένα πιο ρωμαλέο πορτραίτο ποιητή από του Φερνάζη. Γιατί η συμμετοχή αυτού του τελευταίου στα ιστορικά δρώμενα αποδείχνεται πολύ μειωμένη, αν όχι αρνητική. Λυπάμαι για την απογοήτευση που δημιούργησα. Αλλά πιστεύω πως το πρώτο βήμα σε κάθε προσπάθεια είναι η αυτογνωσία. Τα άλλα έπονται. ΠΗΓΗ.http://www.kavafis.gr/kavafology/articles/content.asp?id=10 ...................................................................................... Όροι του λυρισμού στον Oδυσσέα Eλύτη, Kέδρος, 1980 και Κ.Π. Καβάφης: Μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Περι Βουδισμου του Ευσταθίου Λιακόπουλου

Μια συνέντευξη στην εφημερίδα "Το Βημα" περι Βουδισμου του Ευσταθίου Λιακόπουλου   «Ο πρόωρος θάνατος του μικρού μου αδελφού , όταν και εγώ ήμουν έξη ετών, με συγκλόνισε και με έκανε να αρχίσω να ερευνώ και να προσπαθώ να συλλάβω το νόημα της ζωής και του θανάτου. Οι εμπειρίες μου από την Ορθοδοξία, αποτελούν μέρος της μεταφυσικής μου. Πιστεύω ότι μπορώ να είμαι και καλός χριστιανός και καλός βουδιστής. Ο ίδιος ο Βούδας υπέδειξε στους οπαδούς του ότι πρέπει να στηρίζουν και να ενισχύουν οποιαδήποτε παράδοση είναι θετική και συμβάλλει στην ανάπτυξη των αρετών των ανθρώπων. Γι' αυτό ο βουδισμός δεν αντιμάχεται τις άλλες θρησκείες. Ούτε είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σ' αυτόν η αντίληψη των αιρέσεων. Στον βουδισμό έχουμε πολλές σχολές, το οποίο σημαίνει ότι ο βουδισμός έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται στον χώρο και στον χρόνο, ενώ όλες οι σχολές εκφράζουν παραδοσιακά τις ίδιες αρχές. Ενώ ο βουδισμός είναι τουλάχιστον έξι αιώνες αρχαιότερος από τον χριστιανισμό καταφέρνει να είναι πάντα επίκαιρος. Ο βουδισμός πιστεύει ότι όλα τα όντα που ζουν σε αυτό το επίπεδο διακατέχονται από μια βαθύτατη άγνοια. Δεν εννοώ ότι δεν έχουν την επιστημονική αντίληψη των πραγμάτων, ότι δεν έχουν τρέχουσα γνώση, αλλά έχουμε μια γνώση η οποία στηρίζεται στο κατώτατο νοητικό μας, και γι' αυτόν τον λόγο δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεργούμε και πράττουμε. Σύμφωνα με τον βουδισμό όλα τα όντα επιδιώκουν την ευτυχία τους. Αλλά επειδή δεν ξέρουν πώς να επιτύχουν την ευτυχία αυτή, με κάθε προσπάθεια που κάνουν για να το καταφέρουν βυθίζονται όλο και περισσότερο στον πόνο και στη δυστυχία. Η μεγαλύτερη, η πιο επικίνδυνη κατασκευή που έχει φτιάξει η άγνοιά μας είναι η πίστη μας σε ένα Εγώ. Υπό την έννοια αυτή λοιπόν ο βουδισμός θέλει να μας απαλλάξει από αυτή την αντίληψη και να μας μεταφέρει σιωπηλά σε αυτό που λέμε Είναι. Το Είναι συνδέεται και με αυτό που λέμε προσωπικότητα, αλλά είναι απαλλαγμένο από τις αδυναμίες που έχει το Εγώ, που από τη φύση του είναι αρπακτικό. Ο βασικότερος τρόπος για να απαλλαγούμε από το Εγώ είναι η προσωπική άσκηση. Ο βουδισμός δεν ενθαρρύνει την αντίληψη της σωτηρίας που έρχεται σαν επιφοίτηση αλλά της σωτηρίας που έρχεται έπειτα από πόνο και επιμονή. Ο βουδισμός έχει τεράστια και σημαντική μεταφυσική, που όμως δεν την προβάλλει, ούτε θέλει να προηγείται του αμέσως πρακτικού αποτελέσματος: του πώς δηλαδή θα αντιμετωπίσουμε τον πόνο και τη δυστυχία. Ο βουδισμός δεν είναι αντίθετος με την ιδέα του Θεού, αλλά μάχεται εντονότατα την αντίληψη ότι είναι ο δημιουργός ενός κόσμου όπου υπάρχουν πλάσματα κατώτερά Του. Ο βουδισμός πιστεύει ότι όλα τα όντα μπορούν να οδηγηθούν στη φώτιση. Προσεκτικά, μπορώ να πω ότι ο βουδισμός είναι μη θεϊστικός αλλά πιστεύει σε αρχές, και μάλιστα αυτή την πρώτη αρχή την καλύπτει με μια έννοια που αποκαλεί Κενότητα. Οι βουδιστές πιστεύουν πως τα επίθετα που βάζουμε στην αντίληψη του Υπέρτατου Όντος, οι ιδιότητες που του αποδίδουμε, είναι στοιχεία καθαρά υποκειμενικά και δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να το μολύνουν. Όταν λέμε λοιπόν ότι ο Θεός είναι Πανάγαθος, Παντοδύναμος, Πανίσχυρος κλπ. δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να μεταφέρουμε τη δική μας υποκειμενική αντίληψη που έχουμε για το θείο. Πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε να αφαιρούμε όλες αυτές τις υποκειμενικές ιδιότητες και να μείνει η καθαρότατη αντίληψη που λέμε Κενότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Πλάτωνας αναφέρει αυτή την κατάσταση και την προσδιορίζει ως το Απόλυτο. Επομένως στη θέση του Θεού ο βουδισμός τοποθετεί μια πολύ καθαρή κατάσταση την οποία αποκαλεί Πρωταρχικό Πνεύμα. Αυτή εμπεριέχει όλες τις δυνατότητες της έκφρασης και της σιωπής. Στη λύτρωση φτάνουμε μόνο με προσωπική άσκηση. Ο βουδισμός λέει ότι πρέπει να εφαρμόσουμε έξι μεθόδους τελειοποίησης, εκ των οποίων η πρώτη είναι η γενναιοδωρία, μια αρετή που πρέπει να αναπτύξουμε στο έπακρον, διότι το Εγώ μας συντίθεται από την αρπακτική μας διάθεση. Εχουμε κλέψει διάφορα πράγματα από όλο το Σύμπαν που δεν μας ανήκουν και με αυτά έχουμε οικοδομήσει το Εγώ μας. Πρέπει λοιπόν αυτά με μεγάλη χάρη και άνοιγμα να τα επιστρέψουμε. Παρεμβάλλει άλλες τέσσερις αρετές, όπως η επιμονή και η υπομονή που μπορούμε να βρούμε σε όλες τις παραδόσεις, και στο τέλος η κορύφωση της άσκησης γίνεται με τον διαλογισμό».

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Ι.Θ. Κακριδής «Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

Ι.Θ. Κακριδής «Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά» Αληθινά λυπούμαι που τον καιρό αυτό είμαι αναγκασμένος να βρίσκομαι μακριά από την Ελλάδα, κι έτσι στερήθηκα τη χαρά να πάρω μέρος στο Συνέδριο αυτό, που σκοπό έχει να μελετήσει τις βασικές αρχές των νέων θεσμών που αποφάσισε το Υπουργείο Παιδείας στην προσπάθειά του ν’ ανυψώσει μέσα στ’ άλλα και τη Μέση Εκπαίδευση. Τίποτε δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την παρουσία του ανθρώπου. Αν, παρ’ όλους τους δισταγμούς, αποφάσισα στο τέλος να καταγράψω μερικές μου σκέψεις και να παρακαλέσω να διαβαστούν μπροστά στην ολομέλεια του Συνεδρίου, αυτό έγινε γιατί δεν ήθελα ν’ απουσιάζω ολωσδιόλου από μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση συναδέλφων–για ένα θέμα μάλιστα τόσο σημαντικό για τη μελλοντική προκοπή του τόπου μας. Επαναστατικό είναι το νέο εκπαιδευτικό σύστημα από πολλές πλευρές. Η πιο επαναστατική από όλες τις καινοτομίες του είναι ίσως η απόφαση, στο τριτάξιο Γυμνάσιο οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί να διδάσκονται από μετάφραση, και μόνο στην τελευταία τάξη να δίνεται μια γενική εισαγωγή στους νόμους του αρχαίου αττικού λόγου. Ο νεωτερισμός αυτός δημιουργεί ένα πλήθος προβλήματα στην πραχτική του εφαρμογή, προκαλεί όμως και καθαρά θεωρητικές απορίες. Το μεγάλο πρόβλημα, που είναι φυσικό να βασανίζει τον καιρό αυτό το φιλόλογο του Γυμνασίου, είναι αν το νέο σύστημα θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στο βασικό σκοπό της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών, τη στιγμή που ο αρχαίος λόγος θα πάψει ν’ ακούγεται αυτούσιος στο Γυμνάσιο. Γιατί αλήθεια διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά που θέλουμε να μορφώσουμε, σε τόσο πολλές ώρες μάλιστα; Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που μας υποχρεώνουν να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να επικοινωνήσουν όσο γίνεται περισσότερο με τον αρχαίο κόσμο. Πρώτα απ’ όλα, γιατί είμαστε κι εμείς Έλληνες. Από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα έχουν περάσει κάπου δυο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια. Στους αιώνες που κύλησαν οι Έλληνες βρεθήκαμε συχνά στο απόγειο της δόξας, άλλοτε πάλι στα χείλια μιας καταστροφής ανεπανόρθωτης∙νικήσαμε και νικηθήκαμε αμέτρητες φορές∙ δοκιμάσαμε επιδρομές και σκλαβιές∙ αλλάξαμε θρησκεία∙ στους τελευταίους αιώνες η τεχνική επιστήμη μετασχημάτισε βασικά τη μορφή της ζωής μας∙ και όμως κρατηθήκαμε Έλληνες, με την ίδια γλώσσα–φυσικά εξελιγμένη–, με τα ίδια ιδανικά, τον ίδιο σε πολλά χαραχτήρα και με ένα πλήθος στοιχεία του πολιτισμού κληρονομημένα από τα προχριστιανικά χρόνια. Στον πνευματικό τομέα κανένας λαός δεν μπορεί να προκόψει, αν αγνοεί την ιστορία του, γιατί άγνοια της ιστορίας θα πει άγνοια του ίδιου του ίδιου του εαυτού του. Είμαι Έλληνας, συνειδητός Έλληνας, αυτό θα πει, έχω αφομοιώσει μέσα μου την πνευματική ιστορία των Ελλήνων από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Ο δεύτερος λόγος που μας επιβάλλει να γνωρίσουμε την αρχαία πνευματική Ελλάδα είναι ότι είμαστε κι εμείς Ευρωπαίοι. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στον αρχαίο Ελληνικό, με συνδετικό κρίκο τον ρωμαϊκό. Με τους άλλους Ευρωπαίους μας δένει βέβαια και ο Χριστιανισμός, όσο και να μας χωρίζουν ορισμένα δόγματα. Μα και ο Χριστιανισμός έπρεπε να δουλευτεί πρώτα με την Ελληνική σκέψη, για να μπορέσει ν’ απλώσει έπειτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ρίζα του πολιτισμού των Ευρωπαίων όλων είναι ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός και η τέχνη, γι’ αυτό δεν μπορεί να τα αγνοεί κανείς, αν θέλει να αισθάνεται πως πνευματικά ανήκει στην Ευρώπη. Μα ο κυριότερος λόγος που δεν επιτρέπεται οι νέοι μας ν’ αγνοούν την αρχαίαν Ελλάδα είναι άλλος: στην Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά του κόσμου ανακαλύφτηκε ο άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, ο άνθρωπος που θέλει να κρατιέται ελεύθερος από κάθε λογής σκλαβιά, και υλική και πνευματική. Μέσα στους λαούς που περιβάλλουν τον ελληνικό χώρο στα παλιά εκείνα χρόνια υπάρχουν πολλοί με μεγάλο πολιτισμό, πάνω απ’ όλους οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι λαοί όμως αυτοί ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν τον ελεύθερο άνθρωπο. Το απολυταρχικό τους σύστημα επιβάλλει στα άτομα να σκύβουν αδιαμαρτύρητα το κεφάλι μπροστά στο βασιλέα και στους θρησκευτικούς αρχηγούς. Η ελεύθερη πράξη και η ελεύθερη σκέψη είναι άγνωστα στον εξωελληνικό κόσμο. Και οι Έλληνες; Πρώτοι αυτοί, σπρωγμένοι από μια δύναμη που βγαίνει από μέσα τους και μόνο, την δεσποτεία θα την μεταλλάξουν σε δημοκρατία, και από την άβουλη, ανεύθυνη μάζα του λαού θα πλάσουν μια κοινωνία από πολίτες ελεύθερους, που καθένας τους να νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο και για τη δική του και για των άλλων την προκοπή. Ο στοχασμός είναι κ’ αυτός ελεύθερος για τα πιο τολμηρά πετάματα του νου και της φαντασίας. Ο Έλληνας είναι ο πρώτος, που ενώ ξέρει πως δεν μπορεί ατιμώρητα να ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου και να γίνει θεός, όμως κατέχεται από μια βαθιά αισιοδοξία για τις ανθρώπινες ικανότητες και είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, που τον πιστεύει ικανό να περάσει τις ατέλειές του και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι−ο τέλειος άνθρωπος. Αυτή η πίστη στον τέλειον άνθρωπο, συνδυασμένη με το βαθύ καλλιτεχνικό αίσθημα που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή, δίνει στον αρχαίον Έλληνα τον πόθο και την ικανότητα να πλάσει πλήθος ιδανικές μορφές σε ό,τι καταπιάνεται με το νου, με τη φαντασία και με το χέρι: στις απέριττες μορφές που σχεδιάζουν οι τεχνίτες στα αγγεία της καθημερινής χρήσης, στη μεγάλη ζωγραφική, στην πλαστική του χαλκού και του μαρμάρου, πάνω απ’ όλα στο λόγο τους, και τον πεζό και τον ποιητικό. Αυτόν τον κόσμο θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, για να μορφωθούν∙ για να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους αναλύοντας τη σκέψη των παλιών Ελλήνων∙ για να καλλιεργήσουν το καλλιτεχνικό τους αίσθημα μελετώντας ό,τι ωραίο έπλασε το χέρι και η φαντασία των προγόνων τους∙ για να μπορέσουν κι αυτοί να νιώσουν τον εαυτό τους αισιόδοξο, ελεύθερο και υπεύθυνο για τη μοίρα του ανθρώπου πάνω στη γη∙ προπαντός για να φουντώσει μέσα τους ο πόθος για τον τέλειον άνθρωπο. Ας γυρίσουμε τώρα στο πρόβλημα που μας απασχολεί: από τη μια έχουμε το παλιό σύστημα, που επιβάλλει τη γνωριμία των αρχαίων κλασικών από τα πρωτότυπα κείμενα∙ το νέο σύστημα από την άλλη, που θέλει ν’ αντικαταστήσει τα πρωτότυπα με τις μεταφράσεις στο νέο Γυμνάσιο, που αντιστοιχεί με τις τρεις πρώτες τάξεις του παλιού. Ποιο από τα δυο εξυπηρετεί πιο πρόσφορα τους σκοπούς του Ανθρωπιστικού σχολείου; Ποια ήταν τα αποτελέσματα του παλαιού συστήματος; Ας το ομολογήσουμε εμείς πρώτοι, οι φιλόλογοι, που τόσα χρόνια παλεύουμε στο Γυμνάσιο τον σισύφειο αγώνα να φέρουμε τον αρχαίο κόσμο κοντά στα παιδιά μας: Τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά, μπροστά μάλιστα στον κόπο που καταβάλλουν και οι καθηγητές και οι μαθητές. Ας βάλουμε το χέρι στην καρδιά κι ας αναρωτηθούμε, σε πόσα παιδιά, απ’ αυτά που δεν ήταν να σπουδάσουν φιλολογία στο Πανεπιστήμιο, κατορθώσαμε να μεταδώσουμε τόσην οικείωση με την αρχαία γλώσσα και τόσον ενθουσιασμό για το κάλλος και την πυκνή ουσία του αρχαίου λόγου, ώστε φεύγοντας από το Γυμνάσιο, για να σπουδάσουν μιαν άλλην επιστήμη, θα θελήσουν κάποτε να καταφύγουν στο αρχαίο κείμενο, για να πλουτίσουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Ξέρουν οι σύνεδροι φιλόλογοι, ας είναι και δέκα παιδιά καθένας τους, από τις χιλιάδες που πέρασαν από τα χέρια τους; Φοβούμαι πως και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός. Με ποιο δικαίωμα τότε απασχολούμε αμέτρητες ώρες όλα τα παιδιά της Ελλάδας στο Γυμνάσιο, για να ωφεληθούν ελάχιστοι; Θα μου προβληθεί ίσως μια αντίρρηση στους συλλογισμούς αυτούς: για τις ατελέστατες γνώσεις της αρχαίας ελληνικής παράδοσης που αποκομίζουν τα παιδιά μας από το Γυμνάσιο μπορεί να μη φταίει και τόσο το σύστημα, όπως δεν φταίει για την γενικά ελαττωματική κατάρτιση των μαθητών. Πλήθος άλλοι παράγοντες συντελούν στη θλιβερή αυτή κατάσταση: η πληθώρα των μαθητών μέσα σε μια τάξη∙ η έλλειψη από μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας∙ η συστέγαση δυο Γυμνασίων σ’ ένα χτίριο∙ η επιβάρυνση των καθηγητών με πολλές ώρες διδασκαλίας και πολλά διορθώματα∙ η απουσία συστηματικών μεταπανεπιστημιακών επιμορφωτικών σπουδών, έτσι που να μπορούν οι λειτουργοί της Μέσης να συμπληρώνουν τις γνώσεις τους και να κατατοπίζονται στα νέα πορίσματα της επιστήμης τους∙ η απουσία ερμηνευτικών εκδόσεων και βοηθητικών βιβλίων για τον καθηγητή∙ τα εξωσχολικά ενδιαφέροντα των παιδιών∙ ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, και πολλά έχουν δυσκολέψει αφάνταστα το έργο των εκπαιδευτικών στο σχολείο και γι’ αυτό τους είναι αδύνατο ν’ αποδώσουν ό,τι μπορούν και θέλουν. Αν τα εμπόδια αυτά βγουν από τη μέση, γιατί να μη κρατηθούμε στο παλιό, καθιερωμένο σύστημα της διδασκαλίας των αρχαίων κλασικών από το πρωτότυπο; Αν πάλι δεν βγουν από τη μέση τι έχουμε να περιμένουμε και με το νέο σύστημα; Το κάτω κάτω εμείς πάλι θα διδάσκουμε με τις μεγάλες ή μέτριες ικανότητές μας. Η αντίρρηση αυτή είναι σωστή, ̓ς ένα βαθμό όμως μόνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί είναι οι παράγοντες που έχουν συντελέσει στην παρακμή του Γυμνασίου–τόσο μάλιστα, ώστε ελάχιστοι απόφοιτοί του να φεύγουν με μια συγκροτημένη κάπως σκέψη, με τις απαιτούμενες για έναν μορφωμένο άνθρωπο γενικές γνώσεις και με την ικανότητα να διατυπώνουν τους στοχασμούς και τα αισθήματά τους με ειρμό και χωρίς ασυχώρετα ορθογραφικά και συνταχτικά λάθη. Ακόμα δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Κράτος, τώρα που συνειδητοποίησε τη σημασία της παιδείας και θέλει να τη βγάλει από το τέλμα, όπου τόσα χρόνια λίμναζε, θα κοιτάζει με κάθε τρόπο να παραμερίσει και τους άλλους παράγοντες που αναστέλλουν την πρόοδο της παιδείας. Οπωσδήποτε, για να μπορέσουμε να κρίνουμε δίκαια τα δύο συστήματα είναι ανάγκη να αντιπαραθέσουμε τους σκοπούς που επιδιώκουν και τα μέσα που χρησιμοποιούν, με την προϋπόθεση πως εφαρμόζονται σε σχολεία που από κάθε άλλη άποψη λειτουργούν ικανοποιητικά. Τι χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το σύστημα που ίσχυε ως σήμερα; Πρώτα πρώτα βέβαια η πεποίθηση πως οι ανθρωπιστικές σπουδές, για να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να γίνονται με τη μελέτη των κλασικών από το πρωτότυπο. Δεύτερο χαρακτηριστικό του παλιού συστήματος είναι η επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές όσο γίνεται περισσότερους κλασικούς. Το αποτέλεσμα είναι να στριμώχνονται μέσα στον ίδιο σχολικό χρόνο τέσσερες και πέντε συγγραφείς, διαφόρων μάλιστα εποχών και συχνά με μεγάλες διαφορές στη γλώσσα. Τι κοινό έχει π.χ. η γλώσσα του Δημοσθένη με του Ομήρου, που ερμηνεύονταν παράλληλα στην Δ ́ τάξη; Έπειτα, καθώς η ιστορία της ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν πραγματικά ούτε υπάρχει γυμνασιακό εγχειρίδιο γραμματολογίας, το ανακάτωμα από συγγραφείς που ανήκουν στον 8ο, στον 5ο, και στον 4ο αιώνα είναι φυσικό να μεγαλώνει τη σύγχυση. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα του συστήματος αυτού είναι να ερμηνεύονται στα παιδιά πέντε–δέκα το πολύ σελίδες από κάθε κλασικό, και πριν καλά–καλά κατορθώσουν κάτι να καταλάβουν από τη γλώσσα, την τέχνη και τη σκέψη του ενός να έρχεται να τον εκτοπίσει ο άλλος με τις δικές του δυσκολίες. Και να σκέφτεται κανείς πως πριν από λίγα χρόνια σοφοί παιδαγωγοί είχαν αποφασίσει ν’ αυξήσουν τον αριθμό των αρχαίων συγγραφέων που ερμηνεύονται στο Γυμνάσιο με την προσθήκη των επιστημόνων, του Αριστοτέλη, του Θεοφράστου κ.ά. Απ’ τα ίδια τα πράγματα, όσον ιδεώδεις και αν είναι οι άλλοι όροι του σχολείου, όσο ικανός ο καθηγητής, όσο έξυπνα και μελετηρά τα παιδιά του, είναι αδύνατο να καταχτηθούν κατά κάποιο τρόπο μέσα σ’ ένα χρόνο ο Αρριανός, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας και ο Ηρόδοτος, ή –σε άλλη τάξη– ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης, ο Όμηρος και ο Ευριπίδης. Πόσο ακατόρθωτα είναι τα πράγματα που γυρεύει το αναλυτικό πρόγραμμα του παλιού Γυμνασίου το καταλαβαίνει κανείς, άμα σκεφτεί πως για την ερμηνεία του Επιταφίου του Περικλή –ενός από τα πιο δύσκολα κείμενα– δίνει τρεις βδομάδες μόνο καιρό. Τι να πρωτοκάνει μέσα στο διάστημα αυτό ο καθηγητής; Το κύριο έργο του θα πρέπει αναγκαστικά να περιοριστεί στην προσπάθεια να παραμεριστούν κάπως οι γλωσσικές δυσκολίες–αν παραμεριστούν κ’ αυτές. Καιρός για εμβάθυνση στο περιεχόμενο, στις πνευματικές, στις ηθικές και στις αισθητικές αξίες δεν βρίσκεται, ή κι αν βρεθεί, θα είναι ελάχιστος. Μειονέχτημα του παλαιού συστήματος είναι και ότι με τους πολλούς συγγραφείς που ορίζει από το πρωτότυπο, αποκλείεται να δώσει σύνολα. Φυσικά, κανενός τύπου Γυμνάσιο δεν μπορεί να δώσει ολόκληρο το έργο ενός συγγραφέα, ακόμα λιγότερο ένα λογοτεχνικό είδος σε όλο του το πλάτος. Ο τύπος όμως του Γυμνασίου που ίσχυε ως σήμερα δεν πρόφταινε να δώσει ούτε καν μια μεγάλη ενότητα από ένα συγγραφέα, ούτε καν ένα γραμματειακό είδος στους κύριους εκπροσώπους του. Ακόμα και ο Επιτάφιος, που αποτελεί μια κλειστή θαυμαστή ενότητα, πόσο διαφορετικό χρώμα παίρνει για όποιον διαβάζει τη συνέχεια της ιστορίας του Θουκυδίδη, το ξέσπασμα του θανατικού στην Αθήνα, το θάνατο που Περικλή και τον χαρακτηρισμό του από τον ιστορικό! Η απαίτηση να γνωρίσουν τα παιδιά μας στο Γυμνάσιο τους κλασικούς από το πρωτότυπο, συνδυασμένη με την επιθυμία να γνωρίσουν όσο γίνεται πιο πολλούς κλασικούς, ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει: να δίνει μόνο αποσπάσματα, ξεσκλίδια, χωρίς οργανική ενότητα, βιαστικά διαβασμένα, μισοκατανοημένα, αχώνευτα. Είναι λοιπόν ν’ απορήσει κανείς αν τα παιδιά μας φεύγοντας από το Γυμνάσιο δεν θέλουν ούτε ν’ ακούσουν για τους αρχαίους κλασικούς; Πόσες μορφές μυθικές του αρχαίου ελληνικού κόσμου φωτίζουν το δρόμο των νέων μας, όταν έχουν αφήσει τα μαθητικά θρανία; Της Αντιγόνης, ναι, αν ο καθηγητής πρόφτασε να δώσει την ερμηνεία ολόκληρης της τραγωδίας, πράγμα αμφίβολο∙ το ίδιο και της Ιφιγένειας του Ευριπίδη. Ας πάρουμε όμως τον Όμηρο: στον παλιό τύπο του Γυμνασίου ερμηνεύονται μόνο η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Οδύσσειας. Ας υποθέσουμε πως ο καθηγητής πρόφτασε να διδάξει και τις δυο ραψωδίες. Στην πρώτη ο μαθητής θα γνωρίσει τον Τηλέμαχο, μοναχά όμως σαν άπραγο ακόμα έφηβο∙ στην έκτη θα γνωρίσει τον Οδυσσέα, μοναχά όμως σαν ναυαγό∙ το πολύ να καταλάβει και την εξυπνάδα του κάπως, από το λόγο που απευθύνει στη Ναυσικά–τίποτε άλλο! Ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Τηλέμαχος δίνονται στα παιδιά μας σαν μορφές ολοκληρωμένες. Στην πέμπτη τάξη του παλιού Γυμνασίου θα διδαχτεί η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Ιλιάδας. Στην έκτη δεν γίνεται κανένας λόγος για τον Αχιλλέα. Μένει μόνο η πρώτη, για να γνωρίσει ο μαθητής τη μορφή του μεγάλου ήρωα. Θα τη γνωρίσει όμως μισερή και παραμορφωμένη: έναν Αχιλλέα που το πάθος της εκδίκησης για την αδικία που του έγινε τον σπρώχνει να διαβιβάσει με τη μητέρα του την παράκληση στο Δία να δώσει τη νίκη στους αντίμαχους των Ελλήνων. Δεν ξέρω αν στην τελευταία τάξη προφτάνουν οι συνάδελφοι να διδάξουν κάτι από τις τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας. Και πάλι όμως, για να ολοκληρωθεί η μορφή του Αχιλλέα θα έπρεπε να διαβάσουν και τις Λιτές στην ένατη ραψωδία, ακόμα όλη την ενότητα που αρχίζει με την έξοδο του Πάτροκλου στον πόλεμο, στη δέκατη έκτη ραψωδία, ως το τέλος της Ιλιάδας, όταν ο Αχιλλέας, συμφιλιωμένος με το βασιλιά της Τροίας, θα του παραδώσει το νεκρό σώμα του Έκτορα, για να το θάψει. Τότε, τότε μόνο ο κατ’ εξοχήν Έλληνας ήρωας θα μπορούσε να φωτίσει τις ψυχές των νέων με όλη του την παλικαριά και την μεγαλοφροσύνη. Ένα ακόμη μειονέχτημα του παλιού συστήματος∙ ήθελε βέβαια να δώσει όσο πιο πολλούς κλασικούς μπορούσε. Μα οι ώρες της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών δεν ήταν και απεριόριστες. Έτσι τα παιδιά μας έφευγαν από το Γυμνάσιο χωρίς να έχουν γνωρίσει τον Ησίοδο, τον Αισχύλο, τον Μένανδρο, τον Πλούταρχο. Καθώς μάλιστα η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν συστηματικά, ο απόφοιτος του Γυμνασίου, κι αν είχε ακούσει κάτι για τον Αισχύλο, μια φορά τους άλλους τους αγνοούσε και ως ονόματα. Δεν εξαντλήσαμε όμως τα μειονεκτήματα του Γυμνασίου του παλιού τύπου: Οι έξι τάξεις αποτελούσαν στο Γυμνάσιο αυτό μιαν ενότητα∙ όπως και για τ ́ άλλα μαθήματα, το πρόγραμμά του για τα αρχαία Ελληνικά ολοκληρωνόταν μόνο όταν ο μαθητής τελείωνε και την τελευταία τάξη. Ποιος όμως συλλογιόταν τα παιδιά που από λόγους διάφορους αναγκαζόταν ν ́ αφήνουν το σχολειό, πριν ολοκληρώσουν τις γυμνασιακές σπουδές τους; Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά αυτά. Από τις επίσημες στατιστικές μαθαίνουμε πως ύστερα από την τρίτη τάξη, μόλις τα πενήντα πέντε στα εκατό συνέχιζαν στην τέταρτη. Ας αφήσουμε τα άλλα μαθήματα κ ́ ας δούμε γι ́ αυτά τα μισά σχεδόν παιδιά της Ελλάδας τι αποκόμιζαν από τον αρχαίο κόσμο, όταν άφηναν μισοτελειωμένο το Γυμνάσιο, για να ριχτούν στον αγώνα της ζωής: μια ατελέστατη γνώση της αρχαίας γλώσσας και μερικά σπαράγματα κειμένου από 5–6 πεζογράφους. Για τα 45% από τα παιδιά μας δεν υπάρχει ούτε καν η μικρή ωφέλεια, που έχουν από τους κλασικούς όσοι τελειώνουν τις γυμνασιακές σπουδές τους. Σκοτώθηκαν κι αυτά και οι δάσκαλοί τους, για να μάθουν την αρχαία γλώσσα και για να γνωρίσουν όχι και πολύ σπουδαίους συγγραφείς, έξω από τον Ηρόδοτο: τον Λουκιανό, τον Ξενοφώντα, τον Λυσία, τον Ισοκράτη, ό,τι γνώρισαν και από αυτούς! Και έφυγαν από το σχολείο και αγνοώντας απόλυτα την Ιλιάδα, το Θουκυδίδη, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Πλάτωνα! Και το νέο σύστημα; Μια και θα λείψει τώρα η δυσκολία της γλώσσας, τα παιδιά μας θα μπορούν να χαρούν τους παλιούς κλασικούς – πιο σωστά θα έλεγα: να χαρούν ορισμένους κλασικούς σε μεγαλύτερο πλάτος και βάθος. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, είναι ολέθριο το σύστημα στην ίδια τάξη να διδάσκονται παράλληλα πολλοί συγγραφείς, που ανήκουν σε διάφορες εποχές και σε διάφορα λογοτεχνικά είδη. Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου θα έλεγα να διδαχτούν μόνο Οδύσσεια και Ηρόδοτο, όλο το χρόνο, και τίποτε άλλο. Έτσι τα παιδιά θα προφτάσουν να γνωρίσουν από το έργο του Ομήρου τουλάχιστο 10 ραψωδίες∙ μα και τις υπόλοιπες θα τις διαβάσουν μόνα τους, γιατί θα έχουν αγαπήσει τον ποιητή: πρώτα πρώτα γιατί θα μιλάει στη γλώσσα τους∙ έπειτα γιατί ο καθηγητής θα έχει τώρα όλο τον καιρό και ιστορικά να τοποθετήσει τον Όμηρο και για τη θρησκεία του να μιλήσει, και για τη μυθολογία του, και για τα ήθη και έθιμα της εποχής του, προπαντός για τη μεγάλη του τέχνη–όλα τα προβλήματα που γοητεύουν τους νέους. Ενώ ως τώρα, τόσο λίγη ύλη που τους δίναμε, ούτε μπορούσαμε, μα ούτε και τον καιρό είχαμε να τους οδηγήσουμε σε τέτοιους προβληματισμούς. Τους βασανίζαμε με την ομηρική, γεμάτη ποικιλία, γραμματική και το λεξιλόγιο, χωρίς να τα μαθαίνουν κι αυτά! Τώρα θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν και όλη την πορεία της «παιδείας» του Τηλέμαχου, από τον πρωτόβγαλτο έφηβο της πρώτης ραψωδίας ως τη στιγμή του, άντρας πια, θα πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του. Και η μορφή του Οδυσσέα θα τους παρουσιαστεί σε όλο της το βάθος και το πλάτος: πώς ο ήρωας παλεύει–με την παληκαριά του και με την εξυπνάδα του–να γλιτώσει τους συντρόφους του από το χαμό∙ πώς αντιδρά με την πείρα του και την υπομονή του στις συφορές που του σωρεύουν οι θεοί και η μοίρα∙ πώς κερδίζει το σεβασμό και την αγάπη των Φαιάκων αγνώριστος ακόμα, αυτός που φτάνει στο νησί τους χωρίς να κρατάει τίποτε πάνω του, ούτε καν ένα κουρελιασμένο ρούχο, να κρύψει τη γύμνια του∙ πώς με την παλικαριά του και την εξυπνάδα του πάλι θα σκοτώσει τους μνηστήρες∙ πώς θα ξαναγυρίσει στη γυναίκα του ξεπερνώντας τόσες περιπέτειες και τόσους πειρασμούς. Το ίδιο θα χορτάσουν τώρα Ηρόδοτο τα παιδιά μας∙ θα τον γνωρίσουν όχι μόνο από τα κεφάλαια που δίνουν περιγραφές μαχών, αλλά και από εκεί που φωτίζει πρόσωπα και πράγματα με τα ατέλειωτα χαριτωμένα ανέκδοτά του. Θα τον χαρούν και όταν περιγράφει μιας χώρας τους θεούς, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα βουνά και τα ποτάμια. Θα μπορέσουν ακόμα ως ένα σημείο να παρακολουθήσουν με ποιο τρόπο ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να οργανώσει όλη την πολυποίκιλη ιστορική και εθνογραφική ύλη που είχε μαζέψει στα ταξίδια του. Σε μιαν άλλη τάξη του Γυμνασίου οι μαθηταί θα γνωρίσουν την τραγωδία, και τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, δυο τρία έργα από τον καθένα, άλλα με περισσότερην ενβάθυνση και άλλα με απλή ανάγνωση. Παράλληλα–και αυτό το θεωρώ απαραίτητο–θα δοθεί στα χέρια των παιδιών μια αρκετά διεξοδική ιστορία της αρχαίας λογοτεχνίας, γραμμένη απλά και επαγωγά, με άφθονες μεταφράσεις όχι για να τη μάθουν απέξω, αλλά για να μπορέσουν ν ́ αποχτήσουν μια κάπως ολοκληρωμένη εικόνα της λογοτεχνικής δημιουργίας των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι το Ελληνόπουλο, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο θα έχει ανθρωπιστική μόρφωση ασύγκριτα μεγαλύτερη από ό,τι σήμερα. Προπαντός θα έχει αγαπήσει τον αρχαίο κόσμο, και είναι βέβαιο πως θα έρχεται συχνότερα κοντά του από μεταφράσεις. Μα η μετάφραση υστερεί πάντα μπροστά στο πρωτότυπο έργο. Ειδικά η αρχαία γλώσσα με την ποικιλία της, με την ευστροφία της, με την πλαστικότητά της, με τους πολλούς ονοματικούς προσδιορισμούς που διαθέτει (πτώσεις, μετοχές, απαρέμφατα) είναι αυτή καθ ́ εαυτή ένα αγαθό μορφωτικό. Έπειτα μορφή και περιεχόμενο στο μεγάλο έργο δεν χωρίζονται, μόνο αποτελούν μια χημική ένωση δυσκολοξεδιάλυτη∙ ο μεγάλος συγγραφέας εκφράζεται και με τη μορφή. Την ορθότητα των ισχυρισμών την ξέρω και εγώ πολύ καλά, ίσως καλύτερα από πολλούς. Νομίζω όμως πως ανήκει στη σοφία της ζωής να ξέρεις τι μπορεί να πετύχεις και να πετυχαίνεις, όχι να κυνηγάς τα αδύνατα και να μην κατορθώνεις τίποτε. Και κάτι άλλο όμως: η μετάφραση έχει πολύ διαβληθεί στον τόπο μας∙ από τη μια από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως ό,τι ευγενικό και ωραίο ειπώθηκε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, όταν μεταφραστεί στη γλώσσα του λαού μας, αναγκαστικά ασχημίζει και εκχυδαΐζεται. Από την άλλη υποπτεύονται τη μετάφραση εκείνοι που χρησιμοποίησαν ή είδαν τα παιδιά τους να χρησιμοποιούν τις φοβερές σχολικές, που λέγονται, μεταφράσεις, όπου δεν ξέρει κανείς τι κακοπαθεί περισσότερο, το νόημα του κειμένου ή η σημερινή μας γλώσσα. Τέλος και οι οργανωμένες σειρές εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων από διάφορους λόγους δεν βοήθησαν και πολύ για ν ́ αγαπηθεί η μετάφραση. Η αλήθεια είναι πως μια μετάφραση, όταν γίνεται από άνθρωπο που ξέρει και την αρχαία και τη νέα μας γλώσσα καλά, κι ακόμα έχει συναίσθηση της σημασίας του έργου του, –μια καλή μετάφραση, κι αν δεν μπορεί να ισοσταθμίσει το πρωτότυπο, μια φορά δεν είναι και τόσο χωρίς αξία, όσο θέλουν να την παρουσιάζουν μερικοί. Μπορεί να μη δίνει τα 100 στα 100 από τις αξίες του πρωτότυπου έργου–και δεν μπορεί ποτέ να τα δώσει, τα 80 όμως μπορεί να τα δώσει. Αν ο μεταφρασμένος αρχαίος κλασικός δεν ήταν στοιχείο μορφωτικό μεγάλο κι αυτός, αν δεν επαίδευε κι αυτός με το περιεχόμενο που διατηρεί και με τη δική του μορφή, ας είναι και ατελέστερη, δεν θα έχαναν τον πολύτιμο καιρό τους τόσοι και τόσοι κλασικοί φιλόλογοι σε όλο τον κόσμο–στα τελευταία μάλιστα χρόνια οι πιο εκλεχτοί για να μεταφέρουν τ ́ αρχαία κείμενα στη γλώσσα του καθένας. Αρχαία Ελληνικά, και καλά μάλιστα, δεν μπορεί να μαθαίνει όλος ο κόσμος, ούτε θα ήταν ικανός γι ́ αυτό, τούτο όμως δεν μας δίνει το δικαίωμα να του στερήσουμε ολωσδιόλου την ανεξάντλητη και αναντικατάστατη πηγή της μόρφωσης, που είναι οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί. Τα παιδιά μας που δεν θα συνεχίσουν τις σπουδές τους, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο, για να ακολουθήσουν ένα επάγγελμα, ανήκουν στον κόσμο, που δεν θα ξέρει τ ́ αρχαία Ελληνικά. Μα με την οικείωσή τους με τους αρχαίους κλασικούς, ας είναι και από τις μεταφράσεις, θα έχουν αποχτήσει κάτι πολύτιμο. Θα τους έχει ανοιχτεί η αυλαία σ ́ έναν κόσμο θαυμαστό σε ομορφιά και σε σκέψη, και είμαι βέβαιος πως θα ξαναγυρίζουν σ ́ αυτόν και αργότερα, πράγμα που δεν γίνεται σήμερα. Όσοι συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Λύκειο, θα γνωρίσουν τους κλασικούς και από το πρωτότυπο, σε περισσότερες μάλιστα ώρες απ ́ ό,τι σήμερα. Φτάνουν όμως τα τρία χρόνια; Κατά τη γνώμη μου για να μπεις βαθιά στα μυστικά του αρχαίου λόγου, δεν φτάνουν ούτε δέκα χρόνια σπουδής. Ο HERMANN, ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος, έλεγε, λίγο πριν πεθάνει: UTINAM ESSEM BONUS GRAMMATICUS! Και όμως είχε φάει όλη του τη ζωή μελετώντας τα γραμματικά φαινόμενα της ελληνικής γλώσσας! Για τα παιδιά μας που θα σπουδάζουν στο Λύκειο, τα τρία χρόνια φτάνουν∙ μια φορά θα μαθαίνουν καλύτερα την αρχαία ελληνική γλώσσα από ό,τι τη μαθαίνουν σήμερα. Πρώτα, πρώτα, γιατί θα είναι ωριμότερα, στα χρόνια, κι ακόμα γιατί ο αρχαίος κόσμος θα τους είναι οικείος πια από το Γυμνάσιο∙ και όχι μόνο οικείος, αλλά και αγαπητός. Το ξέρουν οι συνάδελφοι πως ένας από τους κυριότερους λόγους που το μάθημα των αρχαίων ελληνικών δεν προκόβει είναι γιατί τα παιδιά μας με τις δυσκολίες που αντικρίζουν στη γλώσσα δεν μπορούν να πλησιάσουν την ουσία των αρχαίων κειμένων και γι ́ αυτό δείχνουν απόλυτη αδιαφορία, αν όχι και αποστροφή. Τώρα όμως, που ο νέος θα ξέρει από πριν το περιεχόμενο της Οδύσσειας, είναι εύκολο να του κινηθεί το ενδιαφέρον να γνωρίσει και τους αθάνατους στίχους του ίδιου του Ομήρου και να τους συγκρίνει με τους στίχους της μετάφρασης που ξέρει. Το ίδιο, όταν θα του είναι γνωστό το βάθος της σκέψης του Θουκυδίδη, δεν θ ́ αδιαφορήσει, όταν ο καθηγητής του δείξει στο πρωτότυπο, πώς αυτό το βάθος εκφράζεται και με το μοναδικό ύφος του ιστορικού, με τη στιφνή του σύνταξη, με τη συσσώρευση ονοματικών προσδιορισμών, με τη δημιουργία δικών του λέξεων κ.λπ. Και της γλώσσας του Σοφοκλή θα μπορεί τώρα να εχτιμήσει καλύτερα την ομορφιά, έτσι που δεν θα γνωρίζει για πρώτη φορά τον τραγικό. Ένας καινούργιος δρόμος χαράζεται για την ελληνική παιδεία, που υπόσχεται πολύ γονιμότερα αποτελέσματα. Χωρίς εμπόδια δεν θα είναι βέβαια και αυτός. Είναι όμως στο χέρι των φιλολόγων να παραμερίσουν τα εμπόδια και να εφαρμόσουν το καινούργιο σύστημα με πίστη και ενθουσιασμό. Και είμαι βέβαιος πώς δεν θα περάσουν πολλά χρόνια, που οι καλόπιστοι άνθρωποι θα ομολογήσουν, κι αυτοί ακόμα που σήμερα στέκουν κάπως δισταχτικοί μπροστά στο νέο σύστημα, πως με τα μέτρα αυτά έγινε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην παιδεία της πατρίδας μας. Ι.Θ. Κακριδής http://www.greek-language.gr/greekLang/portal/blog/archive/2013/09/12/5347.html