ευχαριστούμε

Welcome ! ευχαριστούμε για την περιήγηση, ! Εδώ προσπαθούμε για να βρείτε ότι ποιο αναγκαίο, και προ πάντων χρήσιμο, στο διαδίκτυο.
Για να (γράψετε) ή για τυχών ελλείψεις, η ότι νιώθετε ενοχλητικό. παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μ@ς.
naznik.las@gmail.com

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ.................................... .. . . ..ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ / ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Σελ.2).......... ...Οι αρχαίοι Έλληνες σταθήκανε τόντις μεγάλοι ανθρώποι. Κατωρθώσανε νάχουνε μάτια, όσο κι άν τούς τύφλωνε ο ήλιος. Μα μήπος κι αφτοί δέν τή γνωρίζανε τή δύναμη τήν ολέθρια τού Ήλιου τους; Μήμως δέν τόν ωνομάσανε Απόλλωνα, και ποιός θά τάρνηθή πώς ο Απόλλων μοιάζει τρομαχτικά μέ τό απολλύων, σά νάτανε είδος μετοχή τού ενεστώτα, για νά χαραχτηρίση τό θεό πού ολοένα σκοτώνει; Αχ! Μάς απώλεσε καί μάς, χωρίς νά τονέ ξαπολύσουμε ποτέ μας. Η δόξα του μάς θάμπωσε καί δέν νοιώσαμε μήτε τό νοιώθουμε ακόμη πώς τέτοιο θάμπωμα θά πή χαμός. Καί χάσαμε τόντις πολ- λά, ώσπου κ' οι ίδιοι νά χαθούμε. Περίεργο πράμα ! Τό πιό πολύτιμο απ' όσα χάσαμε, είτανε ίσια ίσια η γλώσσα η αρ- χαία, πού γιά νά τήν κρατήσουμε κάμαμε τίς περισσότερες θυσίες. Αφτή ζούσε στά χείλια τού λαού. Εννοείται, αφού ο λαός τή μιλούσε καί τή μιλεί. 'Ας τήν υποθέσουμε όσο πρό- στυχη, όσο βάρβαρη, όσο χαλασμένη κι άν τή λένε μερικοί, έπρεπε ιερή νά μάς είναι, μιά κ' είτανε απομεινάρι τής αρ- χαίας. Τίποτα ! Τήν καταστρέψαμε, γιά νά φανούμε αρχαιό- τεροι. Βυθιστήκαμε στά βιβλία. Πήραμε μιά λέξη, πήραμε δυό, πήραμε χιλιάδες. Κάθε λέξη πού τραβούσαμε από τά- πόβαθα τής ιστορίας, κάθε λέξη πού ξεψαρέβαμε από τόν πάτο τού ωκεανού, γαργάλιζε τό φιλότιμό μας, τήν καμα- ρώναμε πιά σά νά καμαρώναμε στή κάθε μιά τήν αρχαιότητα όλη.Δέν παρατηρούσαμε όμως πώς οι λέξες αφτές, οι ξεψα- ρεμένες, μοιάζανε αλήθεια μέ κάτι ψάρια ωγύγια, θεόχοντρα καί σεβάσμια, πού συνηθίσανε χρόνια καί χρόνια νάργοκι- νιούνται κάτω στής θάλασσας τούς 'αβυσσους, καί πού όταν τά φέρης στήν απανωσιά τού νερού, σκάνουνε αμέσως, γιατι χρειάζουνται νά τά πατή τό βάρος τής κατάβαθης ατμόσφαι- ρας, κι ο αέρας μας τούς είναι πάρα πολύ λαφριός. ........................................................ ................... ΠΟΘΟΣ ΚΡΥΦΟΣ.................. ....................................................... ... - Ναί ! Έλεγα μέσα μου όσο περπατούσα και πήγαινα σπίτι, είναι ανάγκη πιά ! Πρέπει , πρέπει χωρίς άλλο να διώ τούς ομογενείς ! Αφτή τη (τέτοια)* λαχτάρα έχει η καρδιά μου . Δέν ξέρω, μά σά νά μού φαίνεται πώς γέρασα πάρα πολύ. Είναι καιρός νά πάω νά ξανανιώσω, νά πέσω μέσα στον Ιλισσό, το νόστιμο το ποτάμι πού δέ φταίει τό κακόμοιρο ά δέν τρέχει, αφού δέν έχει μήτε μιά σταλιά νερό. Πρέπει νά διώ τούς δικούς μου, νά διώ τήν Πόλη, τη Χιό καί τήν Αθήνα ! Πόσα χρόνια είναι τώρα πού άφησα τήν πατρίδα, πόσα χρόνια πού ζώ ήσυχος, φτυχισμένος στήν καινούργια μου, τήν αγαπημένη πατρίδα ! Εδώ τίποτις άλλο δέν έπαθα παρά καλό. Καιρός, καιρός είναι νά μαλλώσουμε λιγάκι με τούς ομογενείς . Πότε θά χαρώ καί γώ τούς βλογημένους μου Ρωμιούς, τούς καλούς μου πατριώτες ; Πάντα αψηλά πετά ο νούς τους , όλο εβγένεια πνέει η ψυχή τους'* ζούνε ακόμη με τό Σωκράτη καί μέ τόν Περικλή. Από τα'ρχαία τά χρόνια τίποτα ίσα μέ τώρα δέν άλλαξε , γλώσσα, αίμα, προφορά . Φτάνει νά τούς ρωτήσης'* έχουνε πάντα χίλια δυό νά σού πούνε γιά νά σού τα'ποδείξουνε – καί ν ά σέ βρίσουνε , άν πής όχι. Τίς βρισιές τους, νά τίς ξανακούσω μιά ώρα αρχήτερα !....... Σελ.28-29 *διορθωμένο με μολύβι στο κείμενο *πάνω τελείες (έχουνε μπει όλοι οι τόνοι , όπως είναι στο κείμενο, δίχως πνεύματα,περισπωμένες κλπ) ΥΓ: Βρήκα τον Δάσκαλό μου! Ελπίζω να τον βρεις κι εσύ. http://www.archive.org/stream /totaxidimou00psic#page/28/mode/2up .................................................................... (*Πάνω τελεία ) ................................................................................................................... Σελ.47............................................... Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Που νά τό διούμε καί μείς τέτοιο πράμα ; Σάν τό παιδί πού τή μάννα του δέν μπορεί ν'αφήση, γιατί νοιώθει πώς είναι αδύνατο ακόμη , έτσι καί μείς μόλις έχουμε πόδι νά πατήσουμε τή γίς* άντρες δέ γενήκαμε ακόμη. Έχουμε ανάγκη , οί προγόνοι νά μάς βαστούνε από τό χέρι καί νά μάς πηγαίνουνε . Όλο προγόνους φωνάζουμε. Έπαινό μας θαρούμε ίσια ίσια κείνο πού δείχνει τή λίγη μας δύναμη. Έθνος αφτεξούσιο δέ γενήκαμε , κ' ίσως δέ θά γίνουμε ποτές. Η δόξα μας η παλιά θά καταντήση ο χαμός μας. Δέ μάς αφίνει νά μεγαλώσουμε , νά περπατούμε μέ τά δικά μας ποδάρια , νά συλλογιούμαστε μέ τό καφάλι τό δικό μας , μέ τά μάτια τά δικά μας νά βλέπουμε , νά μιλούμε γλώσσα δικιά μας . Όλο προσπαθουμε νά κάμουμε σάν καί κείνους. Σ' ένα μόνο δέ τούς μιμηθήκαμε * προγόνους εκείνοι δέν είχανε ! Εμείς δέ θά τ'αξιωθούμε ποτές,`καί μάς μιά μέρα προγόνους άλλοι νά μάς πούνε (Σελ.48) ...'Οσο έλεγα μέσα μου τέτοια μοναχός μου, τραβιόμουνε, τραβιόμουνε όλο πίσω, γιατί ντρεπόμουνε τόν ποιητή κ' έβλεπα πόσο μικτροί, πόσο ασήμαντοι μπροστά σέ τέτοιους αθρώπους είμαστε ακόμη . Όσοι στήν Εβρώπη είναι μόλις μαθητάδες, εμείς μπορεί νά τούς πάρουμε γιά δασκάλους, κάι τώρα πέρασε ο καιρός όπου λέγανε τήν Αθήνα δασκάλισσα τού κόσμου ! Τάλλα τά έθνη, όσο περίφημοι κι άν είτανε οι πατέρες τους, αφήσανε πίσω τήν παλιά τους ιστορία* ξανακάμανε καινούργια, δική τους. Η Ιταλία κ' η Γαλλία ξεχάσανε τή Ρώμη καί τής είπανε*- *« Όσο μεγάλη είσουνε σύ, τόσο καί μείς θά γίνουμε μεγάλες. Μάς φτάνει τό δικό μας τό μυαλό καί τό αίμα πού πήραμε σπό σένα. » ... Βγήκανε τότες από παντού, άπειρα σάν τά λουλούδια πού τήν άνοιξη ορμούνε από μέσα από τά σπλάχνα της γής, βγήκαν έργα κάθε λογής, τής τέχνης, τώ γραμμάτω, τής επιστήμης. Βγήκε καί μιά γλώσσα καινούρια. Άλλες λέξεις, άλλη γραμματική χρειάστήκανε τότες παντού για τίς ιδέες, γιά τό νού καί γιά την καρδιά τού καθενός. Άναψε η μιά σπίθα τήν άλλη, διαδοθήκανε ιδέες, τέχνες, επιστήμες, ο καθείς έφερνε τό μερτικό του καί τό δάνιζε τού αλλουνού. Έτσι μορφώθηκε μιά Εβρώπη κι ανάμεσα στούς λαούς έπιασε συγκοινωνία διανοητική. Εμείς πίσω, όλο πίσω! Πού η δύστυχη πατρίδα, μέ τών παιδιώ της τήν αμάθεια, τήν περηφάνεια καί τήν τρέλα, νά μπορέση καί κείνη νά ζήση τό μεγάλο, τό χαρούμενο βίο τής ξαναγεννημένης Εβρώπης ! .... Έτσι μού μιλούσε τό μνήμα, (Του Βίκτωρ Ουγκώ) γιατί η όψη του μονάχη μού θύμιζε τήν ελεεινή μας κατάσταση. Κι ωςτόσο ποιός από τούς δικούς μας κατάλαβε ποτέ του τί μάς λείπει ; Περηφανέβεται ο Ρωμιός μέ τούς προγόνους του, νομίζει πως τούς μοιάζε, καί πειδή σάν τόν αγράμματο χάλασε τή φυσική του γλώσσα , (Δημιουργώντας την καθαρεύουσα) θαρρώντας πώς τή διώρθωσε , προσμένει κάθε μέρα νά φανή Σοφοκλής. (Σελ. 49) ....Σοφοκλής, Αριστοφάνης, Αισκύλος κ' Εβριπίδης στάθηκε ο άντρας πού κοίτεται τώρα στό μνήμα. Εγινε μεγάλος, γιατί κανενός δε θελησε να μοιάξη. Άς τού μοιάξουνε κεινού άλλοι κατόπι ! Άς τού μοιάξη κανένας από μάς , άν μπορέση νά τό καταφέρη . Αφτός είναι ποιητής καί πατέρας ! Εκατό χρόνια καί παραπάνω, πρί νά φανή, κοιμότανε η ποίηση στή Γαλλία. Από μέσα της , με τό σμιλάρι καί μέ τό ψαλίδι, τής είχανε βγάλει άντερα καί καρδιά, γιά νά τή γεμίσουνε άχερα καί μυρωδικά κάθε είδος. Τής έμνησκε μόνο τό πετσί, καί γιά νά μή φαίνεται καί κείνο, τής βάζανε από πάνω ρούχα μεταξωτά, στολίδια, μαργαριτάρια καί φτειασίδι στό μάγουλο. Κοιτότανε η δύστυχη δίχως πνοή, μέ τό στόμα στουμπωμένο, αδειασμένη καί συγυρισμένη. Εκείνοι σάν τούς Φαραώνηδες καθόντανε αψηλά στό θρονί τους. Μέ περήφανο μάτι κοιτάζανε από πάνω τό λαό, τό χυδαίο τόν όχλο. Φτειάνανε σωρό νόμους δικούς τους, κάνανε κανόνες χιλιάδες τού κεφαλιού τους – πάντα μ' εβγένεια μεγάλη. Ζωή καμιά ! Είχανε πλήθος νοστιμάδες ανόητες, τσακίσματα καί κερατσιτσιές. Ποιός νά καμαρώση τόν άλλονε. Ποιός νά πή τά πράματα μέ τρόπο πο νά μήν τόν καταλάβη κανένας. Τό μαντίλι δέν έπρεπε κανείς μαντίλι να τό πή, μήτε τή σκάλα, σκάλα. Τούς χρειαζότανε αρχοντιά , τούς αφεντάδες. Είχανε κάμει τή γλώσσα κ' έμοιαζε σάν παλάτι ψυχρο καί ρημασμένο. Τού λόγου τους, κλειδωμένοι στό παλάτι, ζούσανε καί βασιλέβανε. ....Βγήκες τότες εσυ* μέ μιάς άλλαξες τόν κόσμο. Ώρμησες κ' έπεσες μέσα στό παλάτι. Πέταξες όξω τούς δασκάλους κι άρχισες νά φωνάζης* - « Αλήθεια ζητούμε, διψούμε ζωή*,μούμιες δέ μάς κάνουνε.» (Σελ. 50) Τί θόρυβος καί τί κακό έγινε τότες ! Μιά σκουντιά κι άνοιξες παράθυρα, άπλωσες χέρι κ' έσπασες πόρτες* μπήκε μέσα ο ζωντανός αέρας τουρανού, πλημμύρισε τό φώς κ' ειπες στό λαό πού στεκότανε όξω: - «Όρσε, αφεντικό μου* δούλος σου είμαι γώ κι από σένα τή γλώσσα μου θά μάθω.» (*Πάνω τελείες )

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

.....................................................................................................................
.
...- Γιαγιάκα μου , ξέρετε όλα νόστιμα νά τά λέτε. Βλέπω καί γώ η γνώμη σας πού πέφτει. Η μόνη εβγένεια είναι τής αλήθειας η αγάπη , κ' η εβγένεια αφτή δέν κάθεται στό στόμα'* βρίσκεται μοναχά μέσα στήν ψυχή'* δέν τήν κάνουνε τά λόγια'* γεννιέται μέ τόν άνθρωπο καί μεγαλώνει μέ τό νού του.
Από τήν αλήθεια δέν μπορεί νά βγή παρά καλό. Γίνεται τώρα νά βρίζουμε τής μάννας μας τή γλώσσα καί μάλιστα νά τό θαρρούμε σωστό; Η γλώσσα πού μού μιλήσατε παιδί είναι σά θησαβρός κρυμμένος στήν καρδιά μου. Τή σέβουμαι όσο καί σάς. Τά καλά τά αιστήματα κάνουνε καί τίς ιδέες τίς καλές. Θά ξεχάσω ποτές πώς μέ παίρνατε στά γόνατά σας καί πώς μού λέγατε παιδί μου;
Πώς νά τολμήσω λοιπό , τό παιδί μου πού άκουγα τότες, τώρα νά τό κάμω τέκνον μου ;
.....................................................................................................................
(*Πάνω τελεία )